Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Pink Narcissus (OST, 2014)

Dorian in the harlot's house

Pink Narcissus OST

Το 1971 και ύστερα από εφτά χρόνια γυρισμάτων στο μικρό νεοϋορκέζικο διαμέρισμά του, ο εικαστικός καλλιτέχνης και performer James Bidgood ολοκλήρωσε τη μια και μοναδική ταινία του, με τίτλο Pink Narcissus και θέμα τις αχαλίνωτες φαντασιώσεις μιας αρσενικής οδαλίσκης (Bobby Kendall) - ένα περιπαθές, ακραιφνώς ποιητικό εγκώμιο της ομορφιάς και της (αυτο)λατρείας του σώματος. Δίχως άμεσα αντιληπτή πλοκή ή διαλόγους, με συνεχή μουσική υπόκρουση και την παρουσία της ανθρώπινης φωνής να περιορίζεται σε δυο τρία ηχογραφημένα ραδιοφωνικά αποσπάσματα, ο Ροζ Νάρκισσος υπήρξε - μαζί με κάποια από τα σύντομα πειραματικά φιλμάκια των πρωτοπόρων Maya Deren (Witch's Cradle, The Very Eye of Night), Kenneth Anger (Rabbit's Moon, Scorpio Rising) και Andy Warhol (Sunset, Outer & Inner Space) - πρόδρομος των βιντεοκλίπ όπως τα ξέρουμε σήμερα. Η "πατρότητα" του έργου, ωστόσο, παρέμεινε άγνωστη (ενίοτε μάλιστα αποδιδόταν στον Anger ή στον Warhol, παρά τις εμφανείς ανομοιότητες με τα στυλ τους) για πάνω από μια εικοσαετία, εξαιτίας διαφωνιών του Bidgood με την εταιρία παραγωγής. Το 2011, στο πλαίσιο του γαλλικού κινηματογραφικού θεσμού L'Etrange Festival, το θρυλικό new wave συγκρότημα Tuxedomoon (Downtown 81, Bardo Hotel) ανέλαβε τη σύνθεση πρωτότυπου soundtrack που θα αντικαθιστούσε την ηχητική μπάντα του φιλμ (την οποία είχαν επιμεληθεί οι Gary Goch & Martin Jay Sadoff) και θα παιζόταν ζωντανά κατά τη διάρκεια αφιερωματικής προβολής του, σε αποκατεστημένη κόπια απ' όπου όμως λείπουν γύρω στα εφτά λεπτά, λόγω φθοράς της αρχικής μπομπίνας. Η σεβαστή διαφορά ηλικίας μεταξύ ταινίας και μουσικής επένδυσης εκμηδενίζεται χάρη στην οραματική διαχρονικότητα της πρώτης και τους εύστοχους ελιγμούς της δεύτερης ανάμεσα σε είδη, ύφη, υφές και διαθέσεις. Φυσικοί και ηλεκτρονικοί ήχοι - πιάνο, πλήκτρα, βιολί (Blaine L. Reininger), σαξόφωνο και κλαρινέτο (Steven Brown), τρομπέτα, κυνηγετικό κόρνο και φυσαρμόνικα (Luc van Lieshout) - και εφέ ακολουθούν την παστέλ πανδαισία που ξετυλίγεται με την ωμή αγνότητα εφηβικής ονείρωξης σε εξαίσια χειροποίητα σκηνικά βγαλμένα από παιδικό παραμύθι και μαζί αισθησιακό εφιάλτη, γεμάτα χάρτινες πεταλούδες, μηχανικές κάμπιες και εξωτικά πουλιά, λουλούδια από σύρμα και πολύτιμες πέτρες, χάντρες, τούλια, φαλλικά ψάρια και μεταξωτά φύκια που κολυμπούν μέσα σε μια πυκνή, νερένια ατμόσφαιρα, ανδρόγυνα χανουμάκια και αποτρόπαιες ζωντανές μαριονέτες που βασανίζονται από ασίγαστο πόθο, ενώ το υπονομευτικά δυσοίωνο, πανταχού παρόν ostinato του μπάσου (Peter Principle) προϊδεάζει για τη σκοτεινή όσο και δαιμόνια ανατροπή του τέλους. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε περιορισμένη συλλεκτική έκδοση 1000 βινυλίων με τα πρώτα 500 κομμάτια αριθμημένα και (προαιρετικά) σε ψηφιακή μορφή για μεταφόρτωση με τη χρήση ειδικού κωδικού, από την ανεξάρτητη βελγική Crammed Discs.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Secrets & Lies (2014)

Benjamin contra mundum

Secrets & Lies

Η άγρια δολοφονία ενός μικρού αγοριού (Hunter Stratton Boland) αναστατώνει την καθημερινότητα μιας φιλήσυχης προαστιακής γειτονιάς και ιδίως τη ζωή του ελαιοχρωματιστή Ben Gundelach (Martin Henderson), που έχει την ατυχία να βρει το πτώμα. Μια σειρά ύποπτων συγκυριών και η αποκάλυψη ενός ένοχου όσο και τραγικού μυστικού απειλούν με διάλυση την οικογένειά του και φέρνουν τον ίδιο αντιμέτωπο με την εχθρότητα και το στιγματισμό από τους συμπολίτες του. Οι μόνοι που του συμπαραστέκονται είναι η μικρή του κόρη Eva (Piper Morrissey), ο προστατευόμενός του νεαρός μουσικός Dave Carroll (Damon Gameau) και η ψυχικά ασταθής μητέρα του θύματος, Jess Murnane (Adrienne Pickering), οι οποίοι στην προσπάθειά τους να τον βοηθήσουν καταλήγουν να τον μπλέξουν τρισχειρότερα. Κάτω απ' το άγρυπνο βλέμμα του υπαστυνόμου Cornielle (Anthony Hayes) και ενός τσούρμου δημοσιογράφων που έχουν στρατοπεδεύσει έξω απ' το σπίτι του, ο Ben δεν θα διστάσει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά του και να αποκαταστήσει την υπόληψή του... Ακολουθώντας με συνέπεια το πρόσφατο trend των σκανδιναβικών (Η Γέφυρα, The Killing) και βρετανικών (Broadchurch, Hinterland) σίριαλ με τις περίπλοκες υποθέσεις ειδεχθών εγκλημάτων σε κλειστές επαρχιακές κοινωνίες, η συμπαθέστατη αυστραλιανή μίνι σειρά έξι επεισοδίων των Stephen M. Irwin & Kylie Needham (σενάριο) και Kate Dennis & Peter Salmon (σκηνοθεσία) δεν παρακάμπτει πάντα τα κλισέ, κατορθώνει όμως να απεικονίσει με νεύρο και αληθοφάνεια τον άνισο, επώδυνα μοναχικό αγώνα του πρωταγωνιστή κόντρα σ' έναν άτεγκτο κλοιό καχυποψίας, υποκρισίας και προκατάληψης. Οι μονίμως σε κοινή θέα σμιλεμένοι κοιλιακοί του Henderson (Σήμα Κινδύνου, Flyboys) αποσπούν την προσοχή από τυχόν σεναριακές αδεξιότητες, ενώ το φινάλε - αν και λιγάκι τραβηγμένο απ' τα μαλλιά - είναι ευπρόσδεκτα... σκιαχτερό. Ωραία φωτογραφία (Robert Humphreys) και soundtrack (Matteo Zingales), που "αναβαθμίζουν" σημαντικά το σύνολο. Με αρκετή περιέργεια αναμένουμε το ομότιτλο αμερικανικό remake (σιγά μην το γλιτώναμε), το οποίο κάνει κιόλας πρεμιέρα τον άλλο μήνα από το τηλεοπτικό κανάλι ABC.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Οι Διεστραμμένοι (Twisted Nerve, 1968)

Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω

Twisted Nerve

Παραχαϊδεμένος από την άβουλη και φιλάσθενη μητέρα του (Phyllis Calvert), ανεπιθύμητος για τον πλούσιο πατριό του (Frank Finlay), με λανθάνουσες τάσεις σχιζοφρένειας κι έναν έγκλειστο σε ίδρυμα αδελφό που πάσχει από σύνδρομο Down, ο νεαρός Martin Durnley (Hywel Bennett) παριστάνει τον πνευματικά καθυστερημένο προκειμένου να εξευμενίσει την αιθέρια βιβλιοθηκάριο Susan Harper (Hayley Mills), όταν εκείνη ανακαλύπτει την κλεπτομανία του. Βρίσκει μάλιστα τρόπο να εγκατασταθεί στο σπίτι της, ώστε να παρακολουθεί στενά κάθε της κίνηση. Όσο η Susan κρατά αποστάσεις, τόσο ο Martin κυριεύεται από την όλο και πιο βίαιη εμμονή του γι' αυτήν και το τυφλό του μίσος εναντίον όσων ηθελημένα ή ακούσια μπαίνουν ανάμεσά τους... Cult βρετανικό thriller του βετεράνου ντοκιμαντερίστα Roy Boulting (Η Εποποιΐα της Μπούρμας, Η Πρώτη Νύχτα του Γάμου) - μετέπειτα συζύγου της πολύ νεότερής του Mills (Η Αδελφή μου κι Εγώ, H Ασημένια Γάτα) - σε σενάριο του ίδιου μαζί με τους Leo Marks (υπεύθυνο επίσης για το ρηξικέλευθο στον καιρό του Ηδονοβλεψία του Powell), Roger Marshall (Η Μυστική Υπηρεσία Σιωπά, Ομάδα Κρούσης Ζ) και Jeremy Scott (The Avengers, The Wednesday Play), εμπνευσμένο από μια ιδέα του τελευταίου. Ο διπλός, στην ουσία, ρόλος του επικίνδυνου ψυχοπαθούς που υποκρίνεται τον άκακο χαζούλη δίνει στον τότε ζεν πρεμιέ Hywel Bennett (Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, Neverwhere) την ευκαιρία να ξεδιπλώσει μια αξιοπρόσεκτη γκάμα ταλέντου, από κει και πέρα όμως η πλοκή χάνει δυστυχώς την μπάλα. Η παντελώς αβάσιμη επιστημονικά θεωρία ότι η ψυχασθένεια του ήρωα συνδέεται γενετικά - άρα κληρονομικά - με την πάθηση του μεγαλύτερου αδελφού του δίκαια ξεσήκωσε διαμαρτυρίες, σε βαθμό ώστε οι παραγωγοί του φιλμ υποχρεώθηκαν να ανασκευάσουν όπως όπως, προλογίζοντας την έκδοσή του σε βιντεοταινία με τη σχετική αποποίηση ευθύνης. Όσο για τους αυτάρεσκους ισχυρισμούς της προωθητικής καμπάνιας πως "θα κοψοχολιάσει ως και ο Hitchcock", ο μετρ δεν φαίνεται να εντυπωσιάστηκε παρά μονάχα απ' τη χαρακτηριστική φάτσα του Barry Foster (τον οποίο και έβαλε πάραυτα να πρωταγωνιστήσει στη Φρενίτιδα, μια από τις τελευταίες ταινίες του). Αν το έργο αυτό άφησε εποχή, το χρωστά μάλλον στις ψυχεδελικές του αφίσες και κυρίως στο... διαβολικό σφυριχτό μοτίβο των τίτλων (που αργότερα χρησιμοποιήθηκε αυτούσιο στην ταινία Kill Bill Vol. 1 και στην τηλεοπτική σειρά American Horror Story), με τις διάσπαρτες στο υπόλοιπο soundtrack σκοτεινές jazz παραλλαγές του από το "μεγαθήριο" Bernard Hermann (Πολίτης Kane, Ψυχώ).