Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Η Μεγάλη Αγρυπνία (1975)

Μαύρο τραγούδι ποιος θα πει;

The Great Vigilance

Μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα Ελληνίδες συνθέτριες ορχηστρικής μουσικής και από τις ακόμα λιγότερες που ειδικεύονται στη μουσική επένδυση θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης (μια εκ των οποίων υπήρξε η τραγωδός Κατίνα Παξινού), η παραγωγικότατη και διεθνώς αναγνωρισμένη Ελένη Καραΐνδρου ξεκίνησε την καριέρα της με το ψευδώνυμο Ελένη Καρρά, γράφοντας τραγούδια για τη Δήμητρα Γαλάνη (1969), τον Μανώλη Μητσιά (1970) και τη Νάνα Μούσχουρη (1971-72) και στη συνέχεια (1972-73), με το πλήρες της πλέον επώνυμο, για τη Μαρία Φαραντούρη, αυτοεξόριστη τότε στο Λονδίνο λόγω δικτατορίας. Με τη ρωμαλέα contralto φωνή της τελευταίας (ηχογραφημένη στα θρυλικά Apple Studios), στίχους του Κ. Χ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου) και εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη, Η Μεγάλη Αγρυπνία της Καραΐνδρου κυκλοφόρησε το 1975, δυο χρόνια μετά τη μεταπολίτευση. Άλμπουμ εξαιρετικής ιστορικής και καλλιτεχνικής σημασίας, για λόγους πέρα από την προφανή του τοποθέτηση απέναντι στα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα - με πρώτο και κύριο το ότι μια γυναίκα (και μάλιστα νεότατη) διεκδικούσε δυναμικά τη θέση της στον "έντεχνο" μουσικό όσο και στον "αντιστασιακό" χώρο, που ανδροκρατούνταν και σχεδόν μονοπωλούνταν από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Του οποίου την επίδραση ομολογώ ότι μου φάνηκε πως διέκρινα στο πρώτο άκουσμα της Μεγάλης Αγρυπνίας, για να αντιληφθώ λίγο αργότερα την πλάνη μου. Διότι μια προσεκτική δεύτερη ακρόαση μου αποκάλυψε το διακριτικά περίτεχνο, ευπρόσδεκτα πολυσυλλεκτικό αμάλγαμα υφών και ηχοχρωμάτων στις μελωδίες και την τολμηρή ιδιαιτερότητα της ενορχήστρωσης, που δυστυχώς συνθλίβονταν από τον ασυμμάζευτο όγκο, την ισοπεδωτικά δεσπόζουσα υφή και την ανηλεώς ακατέβατη ένταση της φωνής. Η Φαραντούρη είναι αναντίρρητα μοναδική στο είδος της ερμηνεύτρια, της οποίας η άκρως ιδιάζουσα "ηρωική" χροιά συνδέθηκε άρρηκτα με το ελληνικό "τραγούδι διαμαρτυρίας". Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το ότι οι στίχοι σχολίαζαν έμμεσα την κατάσταση της χώρας δεν σήμαινε πως έπρεπε σώνει και καλά να τους βροντοφωνάζει. Το "έμμεσα", δηλαδή η ουσία και ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης αυτού του κύκλου τραγουδιών, πήγε περίπατο μαζί με τα κρυπτικά νοηματικά παιχνίδια, τις λογοτεχνικές αναφορές (από τα χτυπητά παραδείγματα, η παράφραση της Αγνώριστης του Σολωμού στο Μην το Ξυπνάτε ή του Άξιον Εστί του Ελύτη στα Χαίρε, με την εμφανώς εσκεμμένη μουσική παραπομπή στον Θεοδωράκη και τη βυζαντινή υμνογραφία) και την υπόγεια, μελαγχολική σάτιρα του Μύρη - μια πιο εγκεφαλική και αφαιρετικά εκλεπτυσμένη απάντηση στην απροκάλυπτα στρατευμένη, καθαρόαιμα αγωνιστική τραγουδοποιία της εποχής. Μια προηγούμενη εκδοχή του ανατριχιαστικού Αντινανουρίσματος από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη (που ακούγεται σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ με θέμα την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το οποίο ωστόσο ουδέποτε προβλήθηκε) και την Καραΐνδρου αυτοπροσώπως στο πιάνο, υποψιάζει για το πώς θα ήταν ίσως το άλμπουμ με μια πιο ήπια και εκφραστικά ευέλικτη φωνή - στο στυλ της Καγιαλόγλου, ας πούμε.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Hraunid - The Lava Field (2014)

Το ναρκοπέδιο της τηλεοπτικής κοινοτοπίας

The Lava Field

Καλοπαιγμένη, συμπαθητικά κινηματογραφημένη σε γενικές γραμμές (από τον Vidir Sigurdsson) ισλανδική μίνι σειρά τεσσάρων επεισοδίων - άτυπη συνέχεια του ευφάνταστου, ατμοσφαιρικού και προσφιλούς στην κριτική Hamarinn (2010) - με ήρωα έναν ψυχικά τραυματισμένο αστυνομικό (Bjorn Hlynur Haraldsson) από το Ρέικιαβικ ο οποίος, στη διάρκεια των ερευνών του για μια υπόθεση δολοφονίας, εξαναγκάζεται σε σιωπή προκειμένου να σώσει την οικογένειά του από ντόπιους εγκληματίες που για άγνωστο λόγο, θεωρούνται εξ ορισμού υπεράνω του νόμου. Συγχρόνως, πρέπει να αντιμετωπίσει τους φρικτούς εφιάλτες από το παρελθόν του, που αίφνης βγαίνουν στην επιφάνεια... Παρά τις καλές επιμέρους ιδέες και την αποφυγή, ευτυχώς, της συνήθους προσθήκης άσχετων προσώπων και γεγονότων για "ξεκάρφωμα", ομολογώ ότι δεν πολυκατάλαβα ποιο ή τι υποτίθεται πως ήταν το βαρύγδουπο κεντρικό θέμα. Ούτε το πώς ακριβώς συνδέονταν μ' αυτό και μεταξύ τους οι δυο τρεις δευτερεύουσες πλοκές, που δεν μπόρεσαν τελικά να αποτινάξουν την κατάρα των χιλιοϊδωμένων κλισέ. Ο τρόπος με τον οποίο λύνονται τα διάφορα μυστήρια είναι μάλλον αμήχανος (έως παιδαριώδης), ενώ σημαντικά βήματα στην εξέλιξη της ιστορίας παραλείπονται ως ευκόλως εννοούμενα, δίχως την παραμικρή εξήγηση. Οι εναρκτήριες σκηνές του πρώτου επεισοδίου πρέπει να ενέπνευσαν τις αντίστοιχες του περσινού αγγλικού Fortitude (που και εκείνο εκτυλίσσεται στον Αρκτικό Κύκλο και στο οποίο επίσης εμφανίζεται ο Haraldsson), κάθε ομοιότητα όμως σταματά εκεί, τόσο ως προς τη θεματολογική πρωτοτυπία όσο και τη δραματουργική ανάπτυξη. Τα ισλανδικά τοπία με την ψυχρή αγριάδα της ομορφιάς τους, το σχεδόν κωμικά αταίριαστο από άποψη ταμπεραμέντων, μα όχι χωρίς χημεία ντουέτο του βασανισμένα ελκυστικού πρωταγωνιστή και της νόστιμης πλην τσαμπουκαλούς "νεοφώτιστης" βοηθού του με τις γνώσεις πολεμικών τεχνών (Heida Reed), καθώς και η απίθανη φάτσα του μηχανόβιου εξαρχής υπόπτου (Jon Pall Eyjolfsson) και πολλών άλλων απ' τους συμμετέχοντες, μια χαρά είναι για χάζι - δεν αρκούν ωστόσο για να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον ως το απογοητευτικά βεβιασμένο, πλήρως προβλέψιμο φινάλε. Και είναι κρίμα. Αν ο σεναριογράφος Sveinbjorn I. Baldvinsson (Forsvar, Hamarinn) και ο ήδη διακεκριμένος στη χώρα του νεαρός σκηνοθέτης Reynir Lyngdal (Hamarinn, Frost) είχαν αντιμετωπίσει το έργο τους με λιγότερη (ή έστω λιγότερο απροκάλυπτη) διεκπεραιωτική απάθεια και ελάχιστη απ' την ευρηματικότητα και τη δημιουργική τόλμη του Hamarinn, το αποτέλεσμα θα ήταν κυριολεκτικά άλλο πράγμα.