Δευτέρα 29 Μαΐου 2006

Πατέρας & Γιος (2003)

Το "οιδιπόδειο" αίνιγμα ενός εστέτ σκηνοθέτη

Father & Son

Ένας νεαρός πατέρας - δεν ξέρω πόσων χρονών τον θέλει ο σεναριογράφος (Sergei Potepalov), πάντως ο ηθοποιός (Andrei Shchetinin) δεν φαίνεται ούτε με σφαίρες πάνω από 35 - ζει αποκλεισμένος απ' τον κόσμο μαζί με τον εικοσάχρονο γιο του (Alexsei Nejmyshev), που φοιτά σε στρατιωτική ακαδημία. Πενθεί ακόμα την πρόωρα χαμένη γυναίκα του, ενώ βασανίζεται από τύψεις κι ερωτηματικά για την εξαφάνιση ενός παλιού φίλου και συμπολεμιστή του σ' έναν πόλεμο χωρίς ταυτότητα. Τον πατέρα και το γιο συνδέει μια σχέση αγάπης και αλληλεξάρτησης, τόσο δυνατή και βαθιά ώστε αναγκάζει ως και τη φίλη του δεύτερου (Marina Zasukhina) να τον εγκαταλείψει, μια και κανένας ενοχλητικός τρίτος δεν έχει θέση στο μικρό τους σύμπαν.

Τα δυο κυρίαρχα πρόσωπα του δράματος πλαισιώνονται από λιγοστούς χαρακτήρες, που έρχονται και φεύγουν χωρίς στην ουσία να φέρουν καμιά χημική μεταβολή. Η ζωή τους κυλάει αργά και αποσπασματικά, σαν διαρκής φαντασίωση που είναι μαζί κι εφιάλτης, μέσα σε μια σπινθηροβόλα ομίχλη όπου τα περιγράμματα γίνονται ρευστά και κυριαρχούν οι τόνοι του πορτοκαλί και της ώχρας.

Από ένα παλιό ραδιόφωνο που παίζει συνεχώς στο παρασκήνιο, οι μελαγχολικά ηδυπαθείς μελωδίες του Tchaikovsky υφαίνουν έναν αμφίσημο συναισθηματικό καμβά. Οι στιγμές τρυφερότητας αλλά και αντιπαράθεσης μεταξύ πατέρα και γιου σφύζουν από έναν απροκάλυπτο, σχεδόν βίαιο ερωτισμό που σοκάρει. Η κάμερα λατρεύει τους δυο πρωταγωνιστές, εξερευνά με ηδονική νωχέλεια τα σώματα και τα πρόσωπά τους και καταγράφει με εμμονοληπτική ακρίβεια τις καθημερινές τους συνήθειες, ανάγοντας το κάθε στιγμιότυπο σε επαναλαμβανόμενο μοτίβο μιας ατέρμονης αισθησιακής τελετουργίας. Κοιμούνται αγκαλιά γυμνοί ή μισόγυμνοι, παλεύουν, παίζουν ποδόσφαιρο στη στέγη, μπαινοβγαίνουν στα όνειρα ο ένας του άλλου, ανταλλάσσουν ατέλειωτα χάδια και επίμονα εξεταστικά βλέμματα, φορτισμένες σιωπές και ψιθυριστές, αινιγματικές κουβέντες. Αγαπιούνται με πάθος και ταυτόχρονα μισιούνται, γιατί η απόλυτη αγάπη του ενός για τον άλλο δεν τους αφήνει να ξεπεράσουν το παρελθόν και να βρουν ο καθένας το δρόμο του.

Ο Alexander Sokurov (Μητέρα και Γιος, Moloch) είναι πριν και πάνω απ' όλα ένας εστέτ ντοκιμαντερίστας, αδιαμφισβήτητα επηρεασμένος από το δάσκαλο και μέντορά του, Andrei Tarkovsky (Solaris, Ο Καθρέφτης). Οι τεχνικοί και υφολογικοί πειραματισμοί του - γύρισμα ολόκληρης ταινίας με τη μία και χωρίς μοντάζ (όπως στη Ρωσική Κιβωτό), χρήση αναμορφικού φακού, χρωματικών και παραμορφωτικών φίλτρων - αποτελούν από μόνοι τους ένα ολόκληρο κεφάλαιο εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Η τεχνική δεν υπηρετεί απλώς την ατμόσφαιρα του έργου του - είναι η ατμόσφαιρα του έργου του και εν τέλει, το ίδιο το έργο του. Το σενάριο στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί ως απλό πρόσχημα για τη δημιουργία ενός διφορούμενου κλίματος, ενός σχεδόν εξωπραγματικού, ουτοπικού σκηνικού μέσα στο οποίο δυο γοητευτικοί νέοι άντρες περιφέρονται με όσο το δυνατόν λιγότερα ρούχα και εκφράζουν δίχως περιστροφές το θαυμασμό τους για την ομορφιά ο ένας του άλλου. Η ταινία βρίθει από συμβολισμούς, σε βαθμό ώστε οι αντιστοιχίες των συμβόλων να συγχέονται αντί να αξιοποιούνται ή να συμβάλλουν στην εξέλιξη μιας έστω και υποτυπώδους πλοκής. Τα πρώτα πλάνα μετά τους τίτλους μπορεί - ίσως σκόπιμα - να θυμίζουν την περίφημη, αδιανόητη για την εποχή της ερωτική σκηνή που ανοίγει το Χιροσίμα, Αγάπη Μου του Resnais (ή/και την αισθησιακή γυμνή πάλη του Alan Bates με τον Oliver Reed στις Ερωτευμένες Γυναίκες του Russell), αλλά ο φακός διαθλά και παραμορφώνει τα σώματα, κάνοντας τα άκρα τους να μοιάζουν με άκρα εμβρύου, ενώ στην κορύφωση του επίμονου εφιάλτη του (ότι τον σκοτώνουν και ο πατέρας του τον σώζει, ή ότι ο ίδιος σκοτώνει τον πατέρα του), ο Alexsei βγάζει μια σχεδόν οργασμική κραυγή τρόμου. Οι αναφορές στους πόνους της γέννας, στην υποσυνείδητη επιθυμία του παιδιού να κόψει τους δεσμούς με τους γονείς του, στο αναντίρρητο γεγονός της σαρκικής συνέχειας μεταξύ παιδιού και γονιού (που υποδηλώνεται με τις γυμνές περιπτύξεις, τα φιλιά και τα χάδια, την ψηλάφιση των χαρακτηριστικών), στη φοβία του αποχωρισμού και το πένθος της απώλειας, στα στοιχεία της φύσης μέσα από φυσικά φαινόμενα και αντικείμενα του περιβάλλοντος χώρου (νερό: βροχή, πάχνη, σύννεφα, χιόνι, η βρύση που τρέχει - αέρας: οι ακροβασίες πάνω και ανάμεσα στις στέγες, το μπαλκόνι της κοπέλας, τα όνειρα - γη: η πόλη, το τραμ - φωτιά: ο ήλιος, η "ακόμα ζεστή" αλυσίδα απ' το λαιμό του κοριτσιού), συνωθούνται κραυγαλέα και καταιγιστικά σε κάθε σκηνή, αφήνοντας το θεατή μπερδεμένο και αμήχανο. Σε αντίθεση με τη σχέση πατέρα-γιου που περιγράφεται σχολαστικά και με τολμηρό λυρισμό, η σχέση άντρα-γυναίκας (του Alexsei με τη φίλη του) αν και θεωρείται δεδομένη, είναι εντελώς σχηματική και σκιτσαρισμένη με τρόπο σχεδόν κωμικό, σαν να παρωδεί το "κατεστημένο", υποδειγματικό ρομάντζο τύπου Ρωμαίου & Ιουλιέτας. Οι σχέσεις των ηρώων με τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι το ίδιο ασαφείς και δυσλειτουργικές, αναιρώντας και την παραμικρή υπόνοια ή ελπίδα επικοδομητικής αλληλεπίδρασης.

Καθώς έπεφταν οι τίτλοι τέλους, αναρωτήθηκα δίχως να το θέλω πώς θα είχε διαπραγματευτεί την ίδια αυτή ιδέα ένας Αμερικανός ή Δυτικοευρωπαίος σκηνοθέτης, διατηρώντας την υπέροχη ονειρική ατμόσφαιρα του Sokurov αλλά έχοντας στα χέρια του ένα λιγότερο ασυνάρτητο και βεβιασμένο σενάριο, που θα υπερασπιζόταν την "ερωτική" πτυχή της σχέσης πατέρα-γιου (ακόμα και αν τη θεωρήσουμε καθαρά συμβολική) αντί να την ανατρέπει με βαρύγδουπους ηθικοδιδακτικούς αφορισμούς και να μας υπενθυμίζει ακατάπαυστα πως "δεν είναι αυτό που νομίζουμε", εμείς οι "έκφυλοι και διαβρωμένοι από την παρακμιακή δυτική κουλτούρα" (λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη). Αν και δεν έχει νόημα, πιστεύω, σε ένα έργο που εφόσον έχει βγει στις αίθουσες, υποτίθεται ότι πέρασε ήδη απ' το τελικό και τελεσίδικο στάδιο της επεξεργασίας του, να κρίνουμε εκ των υστέρων τις προθέσεις και τις επιλογές του δημιουργού του (δεν ξέρω μάλιστα αν έχουμε καν το δικαίωμα), ως μάλλον επαρκής, υποψιασμένος αλλά και απεριόριστα καλοπροαίρετος θεατής έμεινα με την εντύπωση ότι παρακολούθησα μια ταινία φιλόδοξη αλλά μισογυρισμένη, ανολοκλήρωτη - ένα οπτικό ποίημα που θα μπορούσε να είναι αριστούργημα αν δεν υπονόμευε τον εαυτό του στην κάθε του σκηνή, στον κάθε διάλογο, στο κάθε εικαστικά θεσπέσιο πλάνο του.

(Αθήνα, Μάιος 2006)

Δεν υπάρχουν σχόλια :