Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Born to Die (2012)

Το γιαλαντζί glamour μιας (ακόμα) ντίβας διαίτης

Born to Die

To Fin de Siecle ουκ έρχεται μόνον. Φέρνει μαζί του ένα πολύχρωμο τσίρκο από ιδεολογικές και αισθητικές παραδοξότητες, ακρότητες και "ακροβασίες" που απεγνωσμένα πολεμούν να προσελκύσουν έστω την περιέργεια ενός απρόθυμου, μπουχτισμένου κοινού. Σε καιρούς μεταβατικούς και οξύμωρους, όπου ο άρτος χρησιμεύει σχεδόν αποκλειστικά ως μέσο πολιτικών εκβιασμών ενώ τα θεάματα (και τα ακροάματα) αφθονούν, η διεθνής βιομηχανία του "πλαστικού πολιτισμού" καταφεύγει σε παντός είδους δολώματα ώστε να ξαφρίζει το ραγδαία εξατμιζόμενο κομπόδεμα των απανταχού θυμάτων θαμώνων της, προσφέροντάς τους συγχρόνως το άλλοθι μιας δήθεν και εκ του ασφαλούς "αμφισβήτησης του κατεστημένου": η ανηλεής κρεατομηχανή που εν μια νυκτί κατασκευάζει και εξίσου εύκολα αποκαθηλώνει "είδωλα", φροντίζει να καταπνίγει κάθε ουσιαστική αντίδραση στον παρεμβατισμό της επιβάλλοντας ως και το τι οφείλουμε να θεωρούμε "εναλλακτικό".

Ύστερα από ένα διακριτικό ντεμπούτο που πέρασε σχετικά απαρατήρητο - ένα ακουστικό ως επί το πλείστον άλμπουμ το οποίο εξαφανίστηκε μυστηριωδώς λίγο μετά την κυκλοφορία του, με τίτλο το πραγματικό της όνομα και την πρώτη γραφή του ψευδωνύμου που έμελλε να την κάνει διάσημη - μια νεαρή, φιλόδοξη Αμερικανίδα τραγουδοποιός το 'βαλε πείσμα να κερδίσει και το τελευταίο δευτερόλεπτο φήμης που πίστευε πως δικαιούται, ακολουθώντας κατά γράμμα τις επιταγές μιας εποχής η οποία θέλει τα πάντα αναιμικά, αποβουτυρωμένα και παραγεμισμένα με συντηρητικά. Κι έτσι επανέκαμψε δριμύτερη και... light, με μια μικρή ορθογραφική μετατροπή στο υβριδικό της όνομα, με ενισχυμένα χείλη και βλεφαρίδες και συνθετικά τριαντάφυλλα στα μαλλιά και στα ρούχα, μεταλλαγμένη σε διασταύρωση ψευτοβαμπίρ και βαριεστημένης Λολίτας. Συνδυασμός ρετρό αναφορών στο ασπρόμαυρο Χόλιγουντ και τα vintage αμάξια (ή τα γιαπωνέζικα Manga), η υπογραφή Lana Del Rey επισφραγίζει τον ανακόλουθο "εξωτισμό" μιας παρουσίας που δίνει (και μάλιστα ενοχλητικά) την εντύπωση ότι πασχίζει να οικειοποιηθεί πολλά ετερόκλητα στοιχεία μαζί χωρίς να έχει αφομοιώσει κανένα.

Ο τίτλος του νέου της CD, Born to Die, είναι ενδεικτικός της βολικής κοινοτοπίας που διέπει το όλο εγχείρημα κάτω από το "φανταχτερά επαναστατικό" περιτύλιγμα σε στυλ '60-'70: η θεματολογία των στίχων εξαντλείται σε μια εξοργιστικά απροκάλυπτη "φιλοσοφία του καναπέ", στο στερεοτυπικό αναμάσημα αφελών, αδιάφορων και σαχλών, υποτίθεται τολμηρών ερωτικών φαντασιώσεων ή/και "υπαρξιακών" προβληματισμών προεφηβικής (το πολύ) ευαισθησίας και ωριμότητας, που επιδιώκει να αναχθεί με το ζόρι σε "ποιοτικό alternative" μέσα από μελωδίες μονότονα κατηφείς (και ενίοτε ύποπτα οικείες), παρεμφερείς στην πλειονότητά τους και σε πανομοιότυπη τεσιτούρα, κραυγαλέα "έντεχνες" ενορχηστρώσεις και μια φωνή υποτονική, εκνευριστικά επιτηδευμένη και ανομοιογενή (σε βαθμό ώστε νομίζεις πως ακούς τουλάχιστον δυο διαφορετικά άτομα στο κάθε κομμάτι), ξεκάθαρα πιο άνετη στις ψηλές παρά στις χαμηλές νότες - ωστόσο, σε μια ακατανόητη προσπάθεια να μιμηθεί το ηχόχρωμα γνήσιων contralto σαν τη Siouxsie Sioux ή τη Nicole Atkins και τη "γδαρμένη" υφή της Marianne Faithfull, επιμένει να καρκινοβατεί σε βαραθρώδεις τονικότητες και να επιδίδεται σε "δεξιοτεχνικά" σκαμπανεβάσματα που αντί να αναδείξουν τις δυνατότητές της, την εκθέτουν ανεπανόρθωτα.

Τις λιγοστές στιγμές που ξεχνιέται και δείχνει ένα ελάχιστο ψηγματάκι ερμηνευτικής εντιμότητας, η Lana Del Rey προδίδει το επιμελώς συγκαλυμμένο μυστικό της: πως δίχως να έχει καμιά σπουδαία φωνή, θα ακουγόταν πολύ πιο ευχάριστα αν τραγουδούσε χωρίς προσποίηση - όπως επίσης θα ήταν όμορφο κορίτσι αν δεν είχε αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά της με εκτενείς (και περιττές σε τόσο νεαρή ηλικία) αισθητικές επεμβάσεις προκειμένου να μοιάσει με κάτι ανάμεσα σε βαμπ του '50 και pin up καρικατούρα. Δεν μπορείς να καταλάβεις - και προφανώς ούτε η ίδια έχει καταλήξει - αν πρόκειται για ειλικρινή φόρο τιμής στις κινηματογραφικές ντίβες του παλιού καιρού ή για συνειδητή παρωδία τους, ή ακόμα για μια "έξυπνη" (κατά τη γνώμη των συμβούλων της) απόπειρα να προσεταιριστεί ως αγοραστικό κοινό τα πιτσιρίκια, με εμφάνιση και αμφίεση που παραπέμπουν στις δημοφιλείς πρωταγωνίστριες του Harry Potter και του Λυκόφωτος. Απ' την άλλη όμως, το σχεδόν γελοιογραφικό αυτό επίχρισμα ρετρό λάμψης συνάδει με τη "φτιαχτή" φωνή της (αναγνωρίσιμη μονάχα όταν ψευτίζει, αφού στη φυσική της κατάσταση δεν πολυξεχωρίζει από άπειρες άλλες, μέτριες έως απλώς υποφερτές γυναικείες φωνές), καθώς και με το γενικό concept της καλλιτεχνικής της παρουσίασης (φαεινή ιδέα, πιθανότατα, κάποιου δαιμόνιου image maker που εκμεταλλεύτηκε αυτήν ακριβώς την αβεβαιότητα, δημιουργώντας ένα στυλιστικό συνονθύλευμα τόσο ασυνάρτητο ώστε να εκβιάζει την προσοχή), ενώ η εμφανής αμηχανία στο χειρισμό της ίδιας της εικόνας της την εξωθεί στο να ακροβατεί, μάλλον αθέλητα αλλά επικίνδυνα, στα όρια του κωμικοτραγικού.

Lana Del Ray a.k.a. Lizzy Grant 2010

Το τραγούδι είναι πάνω απ' όλα ψυχή και αλήθεια. Στο πρώτο της εκείνο, προπέρσινο άλμπουμ φάντασμα που αποσύρθηκε εσπευσμένα από την αγορά (προφανώς για να το μοσχοπουλήσει ως "συλλεκτικό" η τωρινή εταιρία της μετά την προσχεδιασμένη σαρωτική επιτυχία του Born to Die), η τότε γεματούλα και άθικτη από Botox και κολλαγόνα Lizzy Grant δεν είχε ακόμα θυσιάσει την αγνότητα των προθέσεών της στο βωμό του glamour κονσέρβας: τα δεκαπέντε ιδιότυπα, ανάλαφρα όσο και ατμοσφαιρικά κομμάτια του CD θα μπορούσαν μια χαρά να "ντύσουν" με το γλυκά ακατέργαστο αισθησιασμό τους τη νωχέλεια μιας καλοκαιρινής βραδιάς. Αδιάθλαστες απ' το παραμορφωτικό πρίσμα της μεγαλομανίας, οι συνθέσεις και η ερμηνεία της έδιναν το στίγμα μιας ευαίσθητης, εσωστρεφούς δημιουργικής έκφρασης, η οποία δυστυχώς εκτροχιάστηκε βάναυσα κι έπεσε στον γκρεμό προτού καν βρει το δρόμο της. Κι εδώ είναι που ο νοήμων ακροατής αναπόφευκτα διερωτάται: Βάσει ποιας αλλούτερης λογικής μια τέτοια δουλειά - καθ' όλα συμπαθής, καλοφτιαγμένη και το κυριότερο, αξιοπρεπής - καταδικάζεται εξ ορισμού να πάει άπατη, ενώ ένα ανερυθρίαστα κίβδηλο κατασκεύασμα γίνεται ανάρπαστο εν ριπή οφθαλμού; Πώς είναι δυνατόν χιλιάδες άσχετοι μεταξύ τους άνθρωποι ανά τον πλανήτη να συγκινούνται περισσότερο από μια φωνή τόσο παραποιημένη που κι η ίδια κοντεύει να ξεχάσει τον ήχο της; Πότε θα πάψουμε επιτέλους να χάφτουμε υπάκουα τα αποστειρωμένα σκουπίδια που μας σερβίρουν για πιάτο ημέρας και θα αναζητήσουμε την ωμή, αφτιασίδωτη ουσία της έμπνευσης και της ομορφιάς;

(Αθήνα, Μάρτιος 2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια :