Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Κάθε Δεύτερη Τρίτη (2017)

Ο άνθρωπος ως καταναλωτικό προϊόν

Every Other Tuesday

Στηριγμένο σε ένα αρκετά ευφυές, αν και όχι απόλυτα νεοφανές μυθοπλαστικό εύρημα - κάτι μου θυμίζει, ίσως κινηματογραφικό, που δεν μπορώ αυτήν τη στιγμή να το εντοπίσω - το βραβευμένο σε διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών θεατρικό της Σερραίας φιλολόγου Αντωνίας Θεοχαρίδου Κάθε Δεύτερη Τρίτη, εκ πρώτης όψεως υπόσχεται πολλά. Σε μια γεωγραφικά απροσδιόριστη, τεχνολογικά προηγμένη κοινωνία του μέλλοντος, κάθε δεύτερη Τρίτη οι κάτοικοι μιας μεγαλούπολης αφήνουν στην άκρη του δρόμου ό,τι τους είναι πια άχρηστο, με την προοπτική να το μαζέψει και να το χρησιμοποιήσει κάποιος άλλος, που με τη σειρά του (και με τον ίδιο σκοπό) θα εγκαταλείψει ό,τι και εκείνος θεωρεί πλέον ανεπιθύμητο για τον εαυτό του.

Στα "ανταλλάξιμα" και "ανακυκλώσιμα" αυτά αγαθά συμπεριλαμβάνονται και... άνθρωποι, οι οποίοι δεν αντιμετωπίζονται ως έμψυχα και έλλογα όντα, αλλά ως αντικείμενα που άβουλα και παθητικά περιμένουν τον επόμενο ιδιοκτήτη τους, τυλιγμένα πατόκορφα με σελοφάν.

Μια τέτοια Τρίτη, λοιπόν, ο νεαρός πρωταγωνιστής της ιστορίας, με την παρακίνηση της πλούσιας συζύγου του (η οποία είναι επίσης πολύ μεγαλύτερή του σε ηλικία), φέρνει στο σπίτι τους "συσκευασμένη" μια όμορφη συνομήλική του κοπέλα, προκειμένου να σπάσει η ανία της καθημερινότητάς τους. Και φυσικά, τα πράγματα θα εξελιχθούν όπως κανείς από τους τρεις - αλλά και από τους θεατές - δεν (;) περιμένει.

Μακάρι, ωστόσο, οι "καταιγιστικές" (όχι τόσο αναπάντεχες, εν τέλει) ανατροπές στις σχέσεις των κεντρικών προσώπων να βασίζονταν περισσότερο στην πρωταρχική ιδέα αυτή καθαυτήν, αντί να οδηγούν απογοητευτικά σε μια "σοκαριστική" τελική αποκάλυψη αντάξια λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας ή ελληνικού μελό του '50. Διότι μετά το ομολογουμένως εντυπωσιακό εισαγωγικό πεντάλεπτο, η συγγραφέας ξεχνά εντελώς το δυστοπικό υπόβαθρο της πλοκής της και καταπιάνεται αποκλειστικά με τις αντιδράσεις και τα απωθημένα του κάθε ήρωα απέναντι στους άλλους δυο, εξαναγκάζοντας καταστάσεις που θα μπορούσαν να συμβούν μέσα σε οποιοδήποτε πλαίσιο, δίχως τίποτα να τις διαφοροποιεί από μια γλυκόπικρη αισθηματική τραγικωμωδία. Και έχω την υποψία πως αυτή ακριβώς ήταν η πραγματική πρόθεση της Θεοχαρίδου, με το ευφάνταστο φουτουριστικό περιτύλιγμα να προσθέτει απλώς μια παραπλανητική αίγλη "ψαγμένου" ή ένα αλληγορικοφανές επίχρισμα κοινωνικής "καταγγελίας" και προβληματισμού σε ένα θέμα το οποίο εκ φύσεως ενέχει τον κίνδυνο της χιλιοειπωμένης κοινοτoπίας. Κίνδυνο που δυστυχώς δεν αποσοβείται, μια και η φιλόδοξη ευρηματικότητα του υποτίθεται θεμελιώδους τεχνάσματος (που ουσιαστικά δεν ήταν παρά ένα φανταχτερό προκάλυμμα) αποδεικνύεται υπερβολικά "βαριά" και δύσχρηστη για τις δυνατότητες - και επιδιώξεις, πιθανότατα - της συγγραφέα.

Κάτι άλλο που δείχνει να λησμονεί η Θεοχαρίδου είναι πως το θέατρο δεν ονομάστηκε "παραστατική τέχνη" μόνο και μόνο επειδή έτσι κάπνισε στους θεωρητικούς μελετητές του. Ποιος ο λόγος να στήνεις τα πρόσωπα του δράματος ακίνητα μπροστά στο ακροατήριο και να τα βάζεις να αφηγούνται εκ περιτροπής, σε μακροσκελείς μάλιστα μονολόγους, στιγμιότυπα και γεγονότα που θα είχαν όλες τις προδιαγραφές ώστε να εκτυλιχθούν "ζωντανά" επί σκηνής; Η αντικατάσταση συντριπτικού μέρους της εύλογα αναμενόμενης δράσης με εξαντλητικά λεπτομερείς προφορικές περιγραφές είναι ό,τι πιο αντιθεατρικό, κουραστικό για το κοινό όσο (υποπτεύομαι) και για τους ίδιους τους ηθοποιούς. Πέρα, βεβαίως, απ' το ότι αναπόφευκτα προδίδει τη δραματουργική αμηχανία και ανεπάρκεια της συγγραφέα - της οποίας ανεπάρκειας επιχειρείται όπως όπως συγκάλυψη μέσω μεγαλόστομων φιλοσοφικών αποφθεγμάτων και αναλύσεων, αφύσικα αρθρωμένων σε ύφος δοκιμιακού γραπτού λόγου, που καταφέρνουν μονάχα να τονίσουν τις εγγενείς δομικές αδυναμίες του έργου.

Με επικεφαλής τον πολυπράγμονα Γιώργο Σπηλιωτόπουλο, ο οποίος αναλαμβάνει συγχρόνως τη σκηνοθεσία, τη μουσική επένδυση και έναν από τους κύριους ρόλους της παράστασης, η νεοσύστατη θεατρική ομάδα Μπρος Gremos & Πίσω Ρέμα παλεύει με αξιοθαύμαστη έως συγκινητική φιλοτιμία να πείσει για το νοηματικό βάθος και τη βαρυσημαντότητα του βεβιασμένα θεατρικού κειμένου που ερμηνεύει. Οι αιθέριες και λεπτεπίλεπτες Τζωρτζίνα Κώνστα και Αργυρώ Λογαρά χαραμίζουν το οφθαλμοφανέστατο ταλέντο τους σε ατάκες και κατεβατά στομφώδους ηθικοδιδακτικής στερεοτυπίας (αταίριαστες και οι δυο οπτικά με τον εύσωμο και πανύψηλο Σπηλιωτόπουλο - πράγμα για το οποίο, φυσικά, δεν ευθύνεται κανένας απ' τους τρεις, έλα όμως που γίνεται ακόμα πιο αισθητό λόγω της δύσκολα προσβάσιμης και κλειστοφοβικά στενής, ανεπαρκώς αεριζόμενης υπόγειας αίθουσας του Τεχνοχώρου Φάμπρικα, με τους ηθοποιούς σχεδόν να σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλον και στα πόδια των θεατών). Οι φωτισμοί του Σπύρου Παπαδημητρίου, τα βίντεο της Aγγελικής Ξηροκώστα, οι πρωτότυπες εικαστικές συνθέσεις της Βιβής Κώνστα και το νευρώδες ορχηστρικό του Ludovico Einaudi που πλαισιώνει πανηγυρικά το μάλλον κομπογιαννίτικο, "από μηχανής" φινάλε θα αναδεικνύονταν απείρως περισσότερο σε πιο "φιλικές" συνθήκες σκηνικού περιβάλλοντος.

(Αθήνα, Μάρτιος 2017)

Δεν υπάρχουν σχόλια :