Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Τα εν Οίκω (;) εν Δήμω

Η δυναστεία της "κοινωνικής κλειδαρότρυπας"

Ανέβηκαν στο λεωφορείο σκοντάφτοντας άτσαλα πάνω σ' αυτούς που ακόμα κατέβαιναν, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες τους και κλείνοντας το δρόμο στους υπόλοιπους που περίμεναν να μπουν κι εκείνοι στο όχημα. Ο νεαρός με το μισό κεφάλι ξυρισμένο, από καμιά δεκαριά καρφάκια στο κάθε αυτί και αδιευκρίνιστο τατουάζ στο σβέρκο, ντυμένος πατόκορφα στα τζιν. Η κοπέλα με στυλιζαρισμένα μοντέρνο μαλλί, τεράστια σκουλαρίκια κρίκους, δέκα τόνους μπογιά στο πρόσωπο και ντύσιμο μάλλον ασυνάρτητο, πιθανώς αντιγραμμένο από κάποιο περιοδικό ή ιστολόγιο μόδας. Ο κόσμος γύρω τους δεν υπήρχε, είχαν μάτια, αυτιά και αντίληψη μονάχα ο ένας για τον άλλον.

Στριμώχτηκαν ανάμεσα στους ήδη ασφυκτιώντες όρθιους επιβάτες και απτόητοι συνέχισαν τις ερωτοτροπίες σαν να ήταν ολομόναχοι, σε καμιά ερημική παραλία. Κάποιοι τους λοξοκοίταζαν με έκδηλη δυσαρέσκεια, άλλοι χαμογελούσαν πονηρά ή αμήχανα κι ο πιτσιρικάς με την αγγελικά αθώα φατσούλα που καθόταν δίπλα μου, ακόμα μαθητής αν έκρινα απ' τη στοίβα των βιβλίων στα γόνατά του, ίδρωνε και ξεΐδρωνε ρίχνοντάς τους κρυφά (έτσι νόμιζε) πλάγια βλέμματα. Σχεδόν μου ερχόταν να του καλύψω τα μάτια με την παλάμη μου.

Σ' ένα φανάρι, η τύπισσα ψάρεψε από τα βάθη της πελώριας τσάντας της ένα χρυσαφί κινητό, απ' το οποίο κρέμονταν ένα μάτσο χρωματιστά λιλιά. Ισορροπώντας μετά βίας πάνω στους κοθόρνους της, τέντωσε το χέρι με το οποίο κρατούσε το τηλέφωνο και βάλθηκε να φωτογραφίζει τον εαυτό της και το συνοδό της σε κάτι πόζες που θα έκαναν τον Lars von Trier να κοκκινίσει και τη μάνα της να μην ξαναβγεί στη γειτονιά για κανένα μήνα. Μερικά σκόρπια "τς, τς, τς" από διάφορες κατευθύνσεις έπεσαν στο κενό. Ο μικρός πλάι μου βρισκόταν στα πρόθυρα της αποπληξίας. Κι εγώ κρατιόμουν ηρωικά να μη βάλω τα γέλια.

Το θέαμα συνεχίστηκε ακάθεκτο ως μια στάση πριν το τέρμα. Εκεί το ερωτευμένο ζευγαράκι μάς άδειασε επιτέλους τη γωνιά και όλο το λεωφορείο ξεφύσηξε με ανακούφιση. Τότε όμως συνέβη και το εξής απροσδόκητο: με το που πάτησαν το πόδι τους στο πεζοδρόμιο, τα δυο πιτσουνάκια απομακρύνθηκαν το ένα απ' το άλλο και συνέχισαν το δρόμο τους δίχως ούτε καλά καλά να κοιτάζονται. Τέρμα τα φιλιά, τα χουφτώματα, τα γλυκόλογα, τα ξελιγωμένα χαχανητά. Έβγαλε ο καθένας το κινητό του και αφοσιώθηκε σ' αυτό, λες και ήταν παντελώς ξένοι μεταξύ τους. Όλη η ιστορία ήταν να τους δουν και να τους "θαυμάσουν" οι ταλαιπωρημένοι και βαριεστημένοι επιβάτες ενός λεωφορείου σε μισής ώρας διαδρομή. Μόλις έλειψε το κοινό, το "νούμερο" κόπηκε μαχαίρι.

Ο απώτερος σκοπός της "παράστασης", ωστόσο, φαντάζομαι πως ήταν ο επακόλουθος διατυμπανισμός της στα κοινωνικά δίκτυα, με την περιπόθητη βροχή επιδοκιμασιών από εικονικούς αντίχειρες και καρδούλες: ένας σκοπός που πραξικοπηματικά, αν όχι βάναυσα επιβλήθηκε στην "πραγματική" καθημερινότητα, κάνοντας μια πενηνταριά κουρασμένους, πεινασμένους, γεμάτους σκοτούρες ανθρώπους ηδονοβλεψίες με το ζόρι. Γιατί έτσι έχουν τώρα πια τα πράγματα - η "κλειδαρότρυπα" έρχεται και κολλάει από μόνη της στα μάτια μας, χωρίς να ρωτάει αν εμείς έχουμε καμιά όρεξη να κοιτάμε από μέσα της.

Δεν υπάρχουν σχόλια :