Η λατρευτική τελετουργία της μνήμης
Το τρίτο μόλις βιβλίο της νεαρής Γαλλίδας συγγραφέα και ηθοποιού Agnes Desarthe (απ' ό,τι είδα στο βιογραφικό της, το δεύτερο πόνημά της, Un Secret Sans Importance, έχει κιόλας βραβευτεί) ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς ο μυθιστορηματικός ιστός υφαίνεται με βάση ένα εύρημα πρωτότυπο και ευφάνταστο: την ιδέα ενός ηλικιωμένου χήρου, του Max, να αναθέσει σε πέντε καλλιτέχνες τη φιλοτέχνηση μιας προσωπογραφίας της νεκρής γυναίκας του από ισάριθμες φωτογραφίες της, αντί για μνημόσυνο.
Καθώς ο Max, που το πραγματικό του όνομα είναι... Μαθουσάλας, γνωρίζεται με καθέναν από τους επίδοξους ζωγράφους - μια καταχρεωμένη νοικοκυρά που αναλαμβάνει παρόμοιες εργασίες προκειμένου να ζήσει τα παιδιά της, έναν Ιρλανδό καλλιτέχνη περιωπής που η σύζυγός του έχει παραμορφωθεί στο πρόσωπο από έγκαυμα, δυο φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών που ζουν μαζί χωρίς να είναι ζευγάρι και μια γοητευτική γηραιά κυρία - ταυτόχρονα πραγματοποιεί κι ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο, ξαναζώντας προσωπικές και οικογενειακές του στιγμές όπου κυριαρχεί η όμορφη παρουσία και η κυκλοθυμική προσωπικότητα της Telma.
Το παζλ των ψυχικών καταστάσεων που βιώνει διαδοχικά ο Max συμπληρώνουν τα γράμματά του προς τα δυο του παιδιά, τη Nadya που είναι παντρεμένη στο Τόκιο και προβληματίζεται με τη συμπεριφορά του ατίθασου γιου της και τον Basile ή Λόρδο Βύρωνα, που συζεί με μια ανύπαντρη μητέρα στη Βολιβία. Η... σοδειά του από προσωπογραφίες της Telma είναι τελικά ένα φρικαλέα κακότεχνο αντίγραφο των φωτογραφιών, ένα ημιτελές προσχέδιο, ένα μεταμοντέρνο κολάζ και τέλος η... αυτοπροσωπογραφία της Nina, της ηλικιωμένης κυρίας που τρέφει κάποιο συναισθηματικό ενδιαφέρον για τον Max. Όλα αυτά, με τη βοήθεια του... φαντάσματος του Picasso, τον οδηγούν βαθμιαία τόσο στη συνειδητοποίηση ότι το καλύτερο πορτρέτο της Telma βρίσκεται χαραγμένο για πάντα μέσα στις αναμνήσεις του, όσο και στη γενναία απόφαση να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στο Τόκιο και τη Βολιβία για να δει, ύστερα από εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια, την κόρη και το γιο του...
Πρόκειται για ένα βιβλίο πολύ ευχάριστο και τρυφερό, που κυλάει αβίαστα και συμπαρασύρει τον αναγνώστη στη λατρευτική και συγχρόνως εξορκιστική τελετουργία της μνήμης, με έντονα σκιαγραφημένους χαρακτήρες που γίνονται αμέσως οικείοι στον αναγνώστη και γραφή λιτή αλλά ζωντανή και πυκνή, χωρίς φλυαρίες και πλατειασμούς, η οποία λειτουργεί σε πολλά επίπεδα προσδίδοντας στο ύφος ευελιξία και ξεχωριστή γοητεία. Χωρίς να είναι κανένα μεγαλόπνοο αριστούργημα, καταφέρνει με τη σχεδόν φιλοσοφική απλότητα, τους χαμηλούς αλλά μελωδικούς του τόνους, το διακριτικό χιούμορ και την ανθρωπιά του να κινήσει και να κρατήσει το ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα.
Νομίζω ότι αξίζει ένα τέτοιο βιβλίο να κυκλοφορήσει και στη χώρα μας ως υπόδειγμα για το πού μπορεί να φτάσει ένας συγγραφέας έχοντας στα χέρια του απλώς μια πρωτότυπη ιδέα και μια ευχέρεια στο γράψιμο, δίχως να καταφεύγει σε εύκολους εντυπωσιασμούς και τεχνάσματα, όπως πολύ συνηθίζεται τελευταία. Την εμπορική του απήχηση δεν είμαι φυσικά σε θέση να την εκτιμήσω με ακρίβεια, αλλά πιστεύω ότι θα βρει το κοινό του ανάμεσα στους αναγνώστες με στοιχειώδες κριτήριο οι οποίοι αναζητούν κάτι διαφορετικό από το "σωρό" και ταυτόχρονα τους απωθούν τα βαρύγδουπα και δυσνόητα πνευματικά κατασκευάσματα.
(Αθήνα, Αύγουστος 1998)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου