Η αβάσταχτη ελαφρότητα του πολιτικά ορθού
Σ' ένα κολέγιο της Οξφόρδης, λίγο πριν το ξέσπασμα του A' Παγκοσμίου Πολέμου, ο νεαρός επίδοξος ζωγράφος Charles Ryder (Matthew Goode) γίνεται φίλος με τον ωραίο, ιδιόρρυθμο συμφοιτητή του Sebastian Flyte (Ben Whishaw), ο οποίος τον μυεί στον εκκεντρικό τρόπο ζωής του και τον φέρνει σε επαφή με την αριστοκρατική αλλά προβληματική οικογένειά του. O Sebastian ερωτεύεται παράφορα τον Charles, όμως τα συναισθήματά του μένουν χωρίς ανταπόκριση. Η γνωριμία και το ειδύλλιο του Charles με την αδελφή του Sebastian, Julia (Hayley Atwell) θα δώσει τη χαριστική βολή στη φιλία τους και θα οδηγήσει τον Sebastian στην αυτοκαταστροφή...
Θυμίζει κάτι; Και ναι και όχι. Όσοι έχουν υπόψη τους το πρωτότυπο κείμενο της Επιστροφής στο Brideshead, ή στη δεκαετία του '80 στήνονταν κάθε βδομάδα μπροστά στην τηλεόραση για να παρακολουθήσουν την πιστή στο βιβλίο σειρά της Granada Television (με τους υπέροχους Jeremy Irons και Anthony Andrews, ένα από τα ομορφότερα πρωταγωνιστικά ντουέτα που πέρασαν ποτέ απ' την οθόνη), θα παραξενευτούν με τη... μετάλλαξη που έχουν υποστεί τα μυθιστορηματικά γεγονότα στη σύγχρονη κινηματογραφική τους έκδοση.
Και εδώ ισχύουν οι ίδιες ενστάσεις που εξέφρασα στο σχολιασμό των κατά Skolimowski Ανοιξιάτικων Βροχών: αν για κάποιον εξωτικό λόγο η κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά ενός μυθιστορήματος αδυνατεί να ακολουθήσει ευσυνείδητα το πρωτότυπο, τότε ας μη δανείζεται αυτούσιο τον τίτλο του και ας μην αυτοσυστήνεται ως αντιπροσωπευτική εκδοχή του στο χώρο μιας άλλης τέχνης. Είτε το θέλουμε είτε όχι, οι πιο επιτυχημένες (τόσο καλλιτεχνικά όσο και εμπορικά) ταινίες και σειρές που βασίζονται σε βιβλία είναι εκείνες οι οποίες σεβάστηκαν όχι μόνο το πνεύμα, αλλά και το γράμμα του κειμένου. Ειλικρινά δεν βλέπω το λόγο να αλλάζει κανείς τόσο δραστικά την υπόθεση ενός λογοτεχνικού έργου προκειμένου να το μεταφέρει στον κινηματογράφο - εφόσον επέλεξε να χρησιμοποιήσει ένα ορισμένο υλικό, έχει τη στοιχειώδη ηθική υποχρέωση να μην προδώσει τις προθέσεις του δημιουργού του.
Στο πρώτο μέρος της τουλάχιστον, η ημιαυτοβιογραφική Επιστροφή στο Brideshead είναι μια ευαίσθητη αναδρομή στην απροσδόκητη συμπάθεια που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε δυο φαινομενικά αταίριαστους νέους ανθρώπους από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και εξελίχθηκε σε μια πολύ τρυφερή ("ρομαντική", όπως ορίζεται στο μυθιστόρημα), κάθε άλλο παρά μονόπλευρη φιλία πριν ο χρόνος και ο κοινωνικός περίγυρος παίξουν το δικό τους ανελέητο παιχνίδι. Προερχόμενος από ένα τυπικά μεσοαστικό συντηρητικό περιβάλλον και διψασμένος για αγάπη, ο εσωστρεφής Charles με την καλλιτεχνική έφεση - που είναι μοναχοπαίδι, ορφανός από μητέρα και με τον απόμακρο, σαρκαστή πατέρα του δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά - αφήνεται να παρασυρθεί στη φαντασίωση που ο χαρισματικός, αλλά πνευματικά ασταθής και επιρρεπής σε εθισμούς Sebastian συγχέει με τη ζωή: μια σφαίρα ερμητικά κλειστή, όπου άλλος κανείς δεν έχει θέση και ο χρόνος έχει σταματήσει σ' ένα αιώνιο ιδανικό καλοκαίρι. Ο Sebastian, πάλι, βρίσκει έναν ανέλπιστο σύμμαχο στη διαρκή αντιπαράθεσή του με τον κόσμο ("contra mundum") και την πραγματικότητα, την οποία αρνείται πεισματικά. Η σχέση τους δίνει στον Charles την ευκαιρία να γνωρίσει το επιβλητικό ανάκτορο Brideshead (για το οποίο, στην ταινία όπως και στην τηλεοπτική σειρά, χρησιμοποιήθηκαν οι χώροι του ιστορικού κτίσματος Castle Howard), που αποτελεί την υλική πραγμάτωση όλων όσων αντιπροσωπεύει η κοινωνική θέση του Sebastian και ταυτόχρονα γίνεται το κεντρικό σημείο αναφοράς στην πορεία της αφήγησης. Και φυσικά, μπαίνοντας στον οικογενειακό κύκλο του Sebastian, να αναπληρώσει την έλλειψη δικής του οικογένειας και κατ' επέκταση να ανέλθει κοινωνικά: το επώνυμο του Charles, άλλωστε (Ryder/rider=ιππέας), υπαινίσσεται αυτήν ακριβώς την ανέλιξη, ενώ του Sebastian (Flyte/flight=πτήση) αντικατοπτρίζει τις τάσεις φυγής του δεύτερου (ενδιαφέρουσα είναι επίσης η συμμετρία των επωνύμων τους, τα οποία μοιράζονται τον ίδιο αριθμό γραμμάτων και το i αντικαθίσταται και στα δυο από το y - διαβάζοντας το βιβλίο πριν πιο πολλά χρόνια απ' ό,τι με συμφέρει να θυμάμαι, είχα κάνει τη σκέψη ότι σε δεύτερο επίπεδο, ο Charles και ο Sebastian είναι στην ουσία ένα και το αυτό πρόσωπο, δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: ο Sebastian, που η ομορφιά και η ανυπότακτη φύση του συνεπαίρνουν και εμπνέουν δημιουργικά τον Charles, ενσαρκώνει την αντισυμβατική καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, η οποία παραγκωνίζεται ή "εξοστρακίζεται" από τις επιταγές της ενηλικίωσης κι απ' την άλλη, μπορεί να γίνει διαβατήριο για κοινωνική άνοδο).
Παρακινούμενος προφανώς από τις ευγενείς τάσεις πολιτικής ορθότητας που διαπνέουν την εποχή μας, ο σκηνοθέτης Julian Jarrold (Kinky Boots, Ερωτευμένη Jane) αποφάσισε να παρουσιάσει ανοιχτά τον Sebastian ως ομοφυλόφιλο και σφόδρα ερωτευμένο με τον ετεροφυλόφιλο αλλά ανοιχτόμυαλο Charles, ο οποίος ωστόσο έχει μάτια μόνο για την Julia. Με το να κολλάει όμως ετικέτες στα πρόσωπα, αντί για την υποτίθεται πιο "προοδευτική" θεώρηση που επιδιώκει, ξεπέφτει σε κοντόφθαλμες ηθικολογικές κοινοτοπίες που ακυρώνουν τις πολυδιάστατες συγκινησιακές προεκτάσεις του κειμένου, ευτελίζοντας την αμφίσημη γοητεία της γραφής του. Το τελευταίο που απασχολεί τον Evelyn Waugh είναι να κατονομάσει ή να εκμεταλλευτεί ιδεολογικά το σεξουαλικό προσανατολισμό των ηρώων του: η ποιητική περιγραφή μιας φλογερής νεανικής φιλίας με στοιχεία ερωτισμού, όσο έντονα ή ξεκάθαρα και αν είναι αυτά, δεν μετατρέπει σώνει και καλά το βιβλίο σε μανιφέστο. Ούτε αποδεικνύουμε τίποτα σκαλίζοντας και γενικεύοντας το θέμα περισσότερο απ' όσο μας επιτρέπει ο συγγραφέας.
Για να τα βάλει κανείς με έναν ιδιοφυή ανατόμο χαρακτήρων και καταστάσεων σαν τον Waugh, δεν φτάνει να (νομίζει πως) έχει τα κότσια. Πρέπει καταρχάς να είναι ικανός για κάτι περισσότερο από μια επιφανειακή ανάγνωση και (παρ)ερμηνεία του κειμένου. Το δράμα του Sebastian δεν είναι η απόρριψή του από τον Charles εξαιτίας της Julia (εξάλλου το ερωτικό αυτό τρίγωνο είναι αποκλειστική εφεύρεση των σεναριογράφων Andrew Davies και Jeremy Brock: στο βιβλίο, ο Charles και η Julia δεν πρόκειται να γίνουν εραστές παρά μια δεκαετία αφότου ο Sebastian έχει χαθεί απ' το προσκήνιο - κυνηγώντας την ελευθερία του σε μια απεγνωσμένη φυγή που θυμίζει τα τελευταία χρόνια του ποιητή Rimbaud - κι ενώ είναι και οι δυο τους ταίρια άλλων), αλλά η αθεράπευτη εξάρτησή του απ' το αλκοόλ και η βαθμιαία συνειδητοποίηση ότι ο αληθινός κόσμος δεν ταυτίζεται με το δικό του ονειρικό σύμπαν. Στο μυθιστόρημα, ο Sebastian είναι αυτός που απομακρύνεται σταδιακά απ' τον Charles και καταλήγει να "σκοτώσει" τη φιλία τους, καθώς με τον καιρό αποβάλλει την αθωότητα και την ξενοιασιά της νιότης του και βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στον αλκοολισμό και την αυτολύπηση. Η αντιστροφή της συγκεκριμένης δυναμικής δημιουργεί αυτόματα σκοπέλους: η κατρακύλα του Sebastian, που έρχεται στο βιβλίο ως αναπόφευκτη συνέπεια του εγωκεντρισμού και του παλιμπαιδισμού του, της καταπίεσης από τη θρησκόληπτη, αυταρχική μητέρα του και της μανίας του να αντιμάχεται την πραγματικότητα, πρέπει εδώ να δικαιολογηθεί αλλιώς, αναγκάζοντας τους σεναριογράφους να επινοήσουν επιπλέον τεχνάσματα και γεμίσματα της υπόθεσης. Και αυτό δυστυχώς δεν περνά απαρατήρητο: το μεθυσμένο ερωτικό φιλί που δίνει ο Sebastian στον Charles, σε μια ανύπαρκτη στο βιβλίο (και πανέμορφα γυρισμένη κατά τα άλλα) σκηνή, είναι συγχρόνως το φιλί του θανάτου για την ταινία. Απ' τη μοιραία εκείνη στιγμή, τόσο ο Sebastian όσο και η πλοκή παίρνουν ολοταχώς την κάτω βόλτα.
Για να εξηγούμαι, δεν με πείραξε καθόλου το φιλί. Αν μάλιστα είχαν διατηρηθεί οι αρχικές ισορροπίες του έργου - το οποίο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γράφτηκε σε μια εποχή όπου τα κοινωνικά ήθη και οι αντιλήψεις διέφεραν σημαντικά από τα σημερινά - μια τέτοια κίνηση από την πλευρά οποιουδήποτε απ' τους δυο ήρωες πιθανότατα δεν θα ξένιζε, στο πλαίσιο της πολύ στενής προσωπικής τους σχέσης έτσι όπως εκτυλίσσεται στο μυθιστόρημα (άλλωστε και στην τηλεοπτική εκδοχή, δεν ήταν λίγες οι σκηνές μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών όπου η συναισθηματική φόρτιση θα μπορούσε εντελώς φυσικά να οδηγήσει εκεί, χωρίς υποχρεωτικά να σηματοδοτεί τη συνέχεια στην κρεβατοκάμαρα). Μέσα όμως στα εκσυγχρονισμένα συμφραζόμενα της ταινίας, ο χειρισμός του στιγμιοτύπου είναι το ίδιο αμήχανος και αδέξιος με την αντίδραση του Charles, ο οποίος πρέπει να εμπεδώσουμε ad nauseam ότι είναι straight, έτσι ώστε να βγάζει νόημα η περαιτέρω μεταποίηση των γεγονότων. Σχεδόν "καπάκι" λοιπόν γινόμαστε μάρτυρες ενός άλλου φιλιού που επίσης δεν υπάρχει στο βιβλίο, τη φορά αυτή μεταξύ του Charles και της Julia στη Βενετία (αφού οι σεναριογράφοι έκριναν σκόπιμο να στείλουν και την Julia διακοπές μαζί με τα αγόρια, για να μην παραπονιέται) - και εδώ είναι που οι δημιουργοί του φιλμ πετυχαίνουν το πιο θεαματικό τους αυτογκόλ, εκφυλίζοντας αμετάκλητα μια περίπλοκη ιστορία αγάπης σε σαπουνόπερα πολυτελείας: ο Sebastian, του οποίου η υγεία έχει ήδη επιβαρυνθεί απ' τις καταχρήσεις, παρακολουθεί αθέατος τον περιπαθή ασπασμό και αντιλαμβανόμενος τη ματαιότητα του έρωτά του, αρχίζει να καταρρέει ψυχικά και σωματικά. Παρά την όντως εκπληκτική φωτογραφία (Jess Hall), που παίζει με τις φωτοσκιάσεις και τις αντανακλάσεις του νερού, για όποιον έχει διαβάσει το πρωτότυπο η συγκεκριμένη σκηνή είναι αθέλητα κωμική, όπως και ο υπερβάλλων υποκριτικός ζήλος του Ben Whishaw - τον οποίο εκτιμώ γενικά ως ηθοποιό (η ερμηνεία του στο My Brother Tom και στο Άρωμα είναι εξαιρετική), αλλά αντί να λυπηθώ τον Sebastian, μ' έκανε να βάλω τα γέλια.
Αναδρομικά, αναρωτιέμαι κιόλας μήπως αυτός ήταν ο στόχος του σκηνοθέτη, ο οποίος περιβάλλει τον καημένο τον Sebastian με τόσο εξωφρενικό camp μελόδραμα (π.χ. ο κραυγαλέα αυτονόητος συμβολισμός του αμέσως επόμενου πλάνου, που δείχνει το άγαλμα του αγίου Σεβαστιανού κατατρυπημένου απ' τα βέλη) ώστε τον καταντά αξιολύπητο σε σημείο γελοιοποίησης - ένα άθυρμα των παθών του, χωρίς ίχνος αντιστάσεων και αξιοπρέπειας. Ο Waugh, αντίθετα, σε καμιά περίπτωση δεν εξευτελίζει τον ήρωά του, δεν τον κρίνει ούτε επιχειρεί να εκβιάσει τα συναισθήματα του αναγνώστη (και ο όποιος πιθανός παραλληλισμός με τον άγιο Σεβαστιανό έχει να κάνει πρώτα απ' όλα με το mal de vivre του Sebastian, την αδυναμία προσαρμογής του και την έλλειψη κατανόησης και ουσιαστικής βοήθειας από το οικογενειακό του περιβάλλον, παρά με την υποτιθέμενη "προδοσία" από το αντικείμενο της ερωτικής του εμμονής).
Η άλλη σοβαρή σεναριογραφική ατασθαλία αφορά τη σταδιακή προσχώρηση του εκ πεποιθήσεως άθεου Charles στον Καθολικισμό, η οποία στο βιβλίο προετοιμάζεται σχεδόν απ' την αρχή, όταν ο Charles μπαίνει στο παρεκκλήσι του Brideshead μαζί με τον Sebastian και βλέποντάς τον να γονατίζει και να κάνει το σταυρό του, τον μιμείται προκειμένου να μη φανεί αγενής. Στην ταινία η κατάληξη είναι τελείως διαφορετική: ο Charles παραμένει άθεος, αν και αφήνει να εννοηθεί πως έχει ρίξει νερό στο κρασί του με απώτερο σκοπό να σιγουρέψει τον επικείμενο γάμο του με την Καθολική Julia - την οποία, παρεμπιπτόντως, μαθαίνουμε ότι "αγόρασε" απ' το ήδη στεφάνι της, τον αδίστακτο καιροσκόπο Rex Mottram (Jonathan Cake), με αντάλλαγμα δυο πίνακές του (καθότι στο μεταξύ έχει γίνει περιζήτητος ζωγράφος) - και να εγκατασταθεί ως νόμιμος πλέον νοικοκύρης στο Brideshead. Για να μη μας μείνει μάλιστα ουδεμία αμφιβολία περί των κινήτρων του Charles, ο σκηνοθέτης δεν παραλείπει να "δανειστεί" απροκάλυπτα την παρτίδα σκακιού στο μπάνιο από τον Ταλαντούχο κ. Ripley του αδικοχαμένου Anthony Minghella (αν και λαμβάνοντας υπόψη το πνεύμα της πρωτότυπης σκηνής, η ευστοχία της παραπομπής συζητιέται). Η Julia το ανακαλύπτει και η σχέση τους κλονίζεται ανεπανόρθωτα. Μια ακόμα υπεραπλούστευση που όχι μόνο αδικεί, αλλά συκοφαντεί το μυθιστόρημα: μπορεί ο Charles να είναι φιλόδοξος και ωριμάζοντας να γίνεται όλο και πιο κυνικός, εξαιτίας τόσο του συμβατικού του γάμου με την πλούσια κοσμική Celia (Anna Madeley), αδελφή του παλιού του συμφοιτητή Boy Mulcaster (Mark Field), όσο και της αναίσχυντης υποκρισίας του κοινωνικού τους κύκλου - αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχει μεταμορφωθεί σε ψυχρό προικοθήρα, ικανό να δωροδοκήσει το σύζυγο της γυναίκας που έχει βάλει στο μάτι, ώστε να την κρατήσει για λογαριασμό του και να καρπωθεί την περιουσία της. Εξάλλου στο βιβλίο είναι εμφανές ότι για τον Charles, η Julia υπο/αντικαθιστά την πρώτη του αγάπη, τον Sebastian: η ομοιότητα με τον αδελφό της τονίζεται νοσταλγικά σε κάθε ευκαιρία (και στην ερωτική σκηνή με τον Charles στο πλοίο, η αναφορά ειδικά στους "στενούς γοφούς" της είναι περισσότερο κι από εύγλωττη) και ο μοναδικός λόγος για τον οποίο χωρίζουν είναι η θρησκεία της, που της απαγορεύει να "ζει μέσα στην αμαρτία" - δηλαδή με τον άντρα που μαζί του απάτησε το σύζυγό της.
Πέρα απ' τον ταλαντούχο Ben Whishaw, που δεν ήταν η πιο συνετή επιλογή ως Sebastian - η αραχνοΰφαντη όψη του θυμίζει ξωτικό αντί για το μοιραία γοητευτικό ήρωα του Waugh και το χειμαρρώδες ταμπεραμέντο του τον ωθεί σε επικίνδυνες ερμηνευτικές υπερβολές - ωστόσο κάνει ό,τι μπορεί με το σενάριο που του έδωσαν, οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι μάλλον αξιοπρεπείς παρά αξιοπρόσεκτοι στους ρόλους τους. Συγκρατημένος σε σχεδόν εξοργιστικό βαθμό ο Matthew Goode (Καλύτερα οι Δυο μας, Ένας Άντρας Μόνος), μια ωραία αλλά ανέκφραστη παγοκολόνα πλάι στον υπερκινητικό Whishaw (μόνο η ευχάριστη φωνή του στα αφηγηματικά μέρη σώζει κάπως την κατάσταση - σε συνέντευξη αργότερα δήλωσε ότι θα προτιμούσε να είχε υποδυθεί τον Sebastian), όμορφη, χυμώδης θηλυκή παρουσία η Hayley Atwell (Το Όνειρο της Κασσάνδρας, Love Hate), ικανοποιητικός (στα μέτρα της ταινίας πάντα) ο Joseph Beattie (Velvet Goldmine, Words of the Blitz) στο σύντομο πέρασμά του ως φανταχτερός εστέτ Anthony Blanche. Το μεγαλύτερο σε ηλικία cast είναι αρκετά πιο ενδιαφέρον: ευχάριστες εκπλήξεις από τη λαίδη Marchmain της Emma Thompson (Νεκροί Ξανά, Επιστροφή στο Howard's End) και τον κύριο Ryder του Patrick Malahide (Το Μαντολίνο του Λοχαγού Corelli, Παράλληλα Μυαλά), απολαυστικό αν και αστραπιαίο το ντουέτο του Michael Gambon (Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της, Mary Reilly) ως βαριεστημένου ηδονιστή λόρδου Marchmain και της γλυκύτατης Greta Scacchi (Emma, Το Φιλί του Ερπετού) στο ρόλο της φιλοσοφημένης Ιταλίδας ερωμένης του. Τα πολυάριθμα δευτερεύοντα πρόσωπα που προσδίδουν ατμόσφαιρα και χρώμα στο βιβλίο - ο Anthony Blanche, η Cordelia (Felicity Jones) και ο Bridey Flyte (Ed Stoppard), ο γλοιώδης κύριος Samgrass (James Bradshaw), ο Boy Mulcaster - περιορίζονται σε φευγαλέα cameos (αλλά ας πούμε ότι αυτό είναι κατανοητό λόγω της στενότητας χρόνου). Ανάμεσα στις κατά συρροήν ασέλγειες του φιλμ εις βάρος του μυθιστορήματος, ιδιαίτερα (και οδυνηρά) αισθητή γίνεται η υποβάθμιση του Aloysius, της περίφημης μασκότ της Επιστροφής στο Brideshead (ο οποίος, άλλωστε, χρωστά το όνομά του στον προστάτη άγιο της νεότητας), από σήμα κατατεθέν σε απλό διακοσμητικό στοιχείο και περιστασιακό... ενδυματολογικό αξεσουάρ του Sebastian - η βαρύτερη ίσως ιεροσυλία που διέπραξαν ο Jarrold και οι σεναριογράφοι του.
Αν η ταινία δεν βασιζόταν (έστω και κατ' όνομα) στο ομότιτλο μυθιστόρημα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα υποφερτό, καλοφτιαγμένο τεχνικά δράμα εποχής, με εμφανίσιμους ηθοποιούς, καλαίσθητα ντεκόρ (Caroline Smith) και συμπαθητική μουσική επένδυση (Adrian Johnston). Όποιος δεν έχει διαβάσει το βιβλίο και προτιμά τις εύπεπτες σεναριακές συνταγές απ' το να βάζει το μυαλό του να δουλέψει, πιθανώς να συγκινηθεί με το "αναβαθμισμένο" ρομάντζο μεταξύ Charles και Julia και να βρει πράγματι θαρραλέα την εξιστόρηση της προσωπικής τραγωδίας του Sebastian. Για όσους όμως ξέρουν το πρωτότυπο κείμενο και έχουν δει την τηλεοπτική σειρά, η κινηματογραφική αυτή μεταφορά δεν αποτελεί παρά τη χλωμή, άνευρη και παραμορφωτικά διαθλασμένη σκιά ενός κλασικού έργου, το οποίο τυχαίνει να είναι πολύ πιο τολμηρό και "προχωρημένο" από κάθε απόπειρα εκμοντερνισμού του.
(Αθήνα, Μάρτιος 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου