Σύγκρουση & ευαισθησία σε ασπρόμαυρο φόντο
Δυο κατάδικοι, ο οργισμένος μαύρος Noah Cullen (Sidney Poitier) και ο λευκός ρατσιστής John "Joker" Jackson (Tony Curtis), το σκάνε από μια ντεραπαρισμένη κλούβα ενώ είναι δεμένοι μεταξύ τους με ένα ζευγάρι χειροπέδες: "Ο δεσμοφύλακας είχε αίσθηση του χιούμορ", όπως αποφαίνεται ο σερίφης Max Muller (Theodore Bikel), που αναλαμβάνει να τους κυνηγήσει. Στη διάρκεια της ξέφρενης φυγής τους μέσα από δάση, βαλτοτόπια, ποτάμια κι άγρια βουνά, με το απόσπασμα της αστυνομίας να έχει αμοληθεί ξοπίσω τους, οι δυο δραπέτες ανακαλύπτουν ότι οι διαφορές τους δεν είναι τόσο αβυσσαλέες όσο είχαν μάθει να πιστεύουν και πως δεν τους ενώνει μόνο η αλυσίδα...
Ρόλος έκπληξη για τον Tony Curtis (Μερικοί το Προτιμούν Καυτό, Σπάρτακος), αλλά και για τον Sidney Poitier (Στον Κύριό Μας με Αγάπη, Μάντεψε Ποιος θα 'ρθει το Βράδυ) - δυο φινετσάτους ζεν πρεμιέ στο απόγειο της ομορφιάς τους, που όσο κι αν πασχίζουν να "τσαλακώσουν" την εικόνα τους, μετά βίας πείθουν ως αποβράσματα της κοινωνίας. Αυτό βέβαια έχει την εξήγησή του, διότι στην εποχή που γυρίστηκε το έργο, θα ήταν δύσκολο να μεταδοθεί οποιοδήποτε αντιρατσιστικό μήνυμα μέσω ενός έγχρωμου ηθοποιού που θα έμοιαζε πραγματικά με εγκληματία.
Άλλωστε, ο ρόλος του Cullen θεωρήθηκε - και αποδοκιμάστηκε είτε λοιδορήθηκε - κατά καιρούς ως κινηματογραφικό πρότυπο του μαγικού νέγρου ή "ευγενούς αγρίου", δηλαδή ενός εξιδανικευμένου "εξωτικού" ή "απολίτιστου" χαρακτήρα χωρίς παρελθόν αλλά με υπεράνθρωπη σοφία και αυταπάρνηση, ο οποίος εμφανίζεται από το πουθενά προκειμένου να σώσει το λευκό ήρωα και εξαφανίζεται ως διά μαγείας μόλις τελειώσει η αποστολή του. Αφήνοντας ωστόσο στην άκρη τη χαώδη ανοησία απ' την οποία διέπονται τα αγαθά κίνητρα της πολιτικής ορθότητας διά μέσου παρόμοιων απλουστευτικών τοποθετήσων, όσες φορές και αν παρακολούθησα το φιλμ δεν μπόρεσα να εντοπίσω κανένα από τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά στον Cullen - πέρα απ' το προφανές δεδομένο ότι είναι μαύρος. Δεν είδα κανέναν "μαγικό νέγρο", αλλά έναν ήρωα ισάξιο του λευκού συμπρωταγωνιστή του, με τις ίδιες ακριβώς αναλογίες τραυματικών εμπειριών και απωθημένων, εκδικητικότητας, αδυναμίας και ανθρωπιάς. Αν και εκ διαμέτρου αντίθετοι με την πρώτη ματιά και παρά τις βίαιες αντιπαραθέσεις τους, που συχνά δεν περιορίζονται στα λόγια, ο Joker και ο Cullen δεν αργούν να βρουν τον κοινό τους παρονομαστή - τον πόθο για ελευθερία και για βελτίωση της ζωής τους - και να αρχίσουν να νοιάζονται ειλικρινά ο ένας για τον άλλον. Η αλληλοκατανόηση και η συντροφικότητα που γεννιούνται ανάμεσά τους ξαφνιάζοντας ακόμα και τους ίδιους, τους ωθούν σε αμοιβαίες πράξεις συμπαράστασης που φτάνουν ως την αυτοθυσία.
Εκτός από ριζοσπαστικό στην εποχή του (ας μην ξεχνάμε τον περιβόητο Κώδικα Hays, που μεταξύ άλλων απαγόρευε την κινηματογραφική απεικόνιση κάθε μορφής διαφυλετικών σχέσεων) και στρατευμένο αντιρατσιστικό φιλμ, το Όταν Σπάσαμε τις Αλυσίδες είναι επίσης μια άκρως ενδιαφέρουσα σπουδή χαρακτήρων, η οποία κατορθώνει να υπερβεί το κυρίαρχο ζήτημα της φυλετικής σύγκρουσης και να φωτίσει την ανθρώπινη πλευρά καθενός απ' τους πρωταγωνιστές, αναδεικνύοντας με τόλμη τις βαθύτερες πτυχές της προσωπικότητάς τους. Επιθετικός αλλά και εύθραυστος, ο Joker του Curtis προβάλλει δίχως αναστολές τα "θηλυκά" στοιχεία του (πονηριά, διπλωματικότητα) και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη γοητεία του όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Όσο για τον Cullen του Poitier, αν και πιο "ψημένος" και σκληροτράχηλος (κόντρα ρόλος για τον συνήθως στυλάτο διανοούμενο Poitier), δεν υστερεί σε ευαισθησίες - είναι εμφανές ότι η ευάλωτη πλευρά και η ντελικάτη ιδιοσυγκρασία του Joker δεν τον αφήνουν αδιάφορο και τον παρακινούν να του φέρεται σχεδόν... ιπποτικά όποτε οι δυο τους δεν είναι έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Σύμφωνα μάλιστα με συνέντευξη του ίδιου του Tony Curtis, ο λεπτός αλλά αναμφισβήτητος ερωτισμός στη μεταξύ τους συμπεριφορά (με αποκορύφωμα τις σκηνές του τραγικού φινάλε και τη σεκάνς με το τσιγάρο) αποτελεί εσκεμμένο υπαινιγμό του φιλμ, τον οποίο και οι δυο ηθοποιοί αποδίδουν με μαεστρία και με μια φιλική συνενοχή που δύσκολα περνά απαρατήρητη.
Η ταινία είχε προταθεί για έξι Oscar από τα οποία κέρδισε μόνο δύο, φωτογραφίας (Sam Leavitt) και σεναρίου (Nedrick Young και Harold Jacob Smith - ο πρώτος, λόγω του ότι ήταν στη Μαύρη Λίστα του Χόλιγουντ, αναγκάστηκε να υπογράψει το σενάριο με ψευδώνυμο κι έτσι αποκλείστηκε από την παραλαβή του βραβείου του). Ακόμα, υποψήφιοι ήταν και οι δυο πρωταγωνιστές (Α' ανδρικού ρόλου), η Cara Williams (Β' γυναικείου ρόλου, ως... αυτοσχέδια femme fatale που επιχειρεί να χωρίσει τους δυο άσπονδους φίλους - δεν είναι τυχαίο το ότι στο δικό της σπίτι "έσπασαν τις αλυσίδες", οι οποίες εκτός από κυριολεκτικά δεσμά είναι και σύμβολο της κλιμακούμενης ψυχολογικής εξάρτησης του ενός από τον άλλο - και να κρατήσει τον Joker για τον εαυτό της, στέλνοντας επίτηδες τον Cullen να χαθεί στους βάλτους), καθώς και ο σκηνοθέτης Stanley Kramer (σκηνοθεσίας, καλύτερης ταινίας) και ο Frederic Knudtson (Painted Desert, Είναι ένας Τρελός... Τρελός... Τρελός Κόσμος) για το μοντάζ. Η ονειρική/εφιαλτική ασπρόμαυρη φωτογραφία (με ζωντανά πλάνα άγριας φύσης που κόβουν την ανάσα) και η ρωμαλέα σκηνοθεσία που δεν αφήνει ούτε δευτερόλεπτο της δράσης στην τύχη του, μαζί με τις στιβαρές, καλοζυγισμένες ερμηνείες από τον Curtis, τον Poitier και τον Theodore Bikel (ως συγκαταβατικό σερίφη που καταλήγει να θαυμάσει το πείσμα και την αλληλεγγύη των δυο παρανόμων), συνθέτουν μια κλασική περιπέτεια που αξίζει με το παραπάνω τη θέση της σε κάθε προσωπική ταινιοθήκη: όσο και αν το κεντρικό της θέμα (η συμφιλίωση μαύρου και λευκού μέσα από την αντιμετώπιση κοινών αντιξοοτήτων) φαντάζει κάπως ρετρό στις μέρες μας, η μισαλλοδοξία που δυστυχώς καλά κρατεί σε κάθε λογής εκφάνσεις της, καθιστά έργα σαν κι αυτό πάντα επίκαιρα και πολύτιμα ως ιστορικά σημεία αναφοράς.
Το Όταν Σπάσαμε τις Αλυσίδες ξαναγυρίστηκε το 1973 από τον Eddie Romero (Τα Τέρατα Σκορπούν τον Τρόμο, Sudden Death), με γυναίκες ηρωίδες (τις ωραιότατες, αλλά μάλλον χλιαρές ερμηνευτικά Pam Grier και Margaret Markov), με τον τίτλο Black Mama White Mama και συν-σεναριογράφο τον Jonathan Demme (Η Σιωπή των Αμνών, Φιλαδέλφεια). Ακολούθησαν άλλα δύο remakes - το ένα απευθείας για την τηλεόραση και ομότιτλο με το αρχικό φιλμ (1986), με τον Robert Urich (Invitation to Hell, Night Walk) και τον Carl Weathers (Ο Κυνηγός, Dangerous Passion) και το άλλο με τον τίτλο Οι Δυο Δραπέτες (1996) και πρωταγωνιστές τον Stephen Baldwin (Ερωτικό Τρίγωνο, Συνήθεις Ύποπτοι) και τον σπουδαίο Laurence Fishburne (Οθέλλος, The Matrix), σε σκηνοθεσία Kevin Hooks (Black Dog, Το Χρώμα της Φιλίας). Χωρίς καμιά από αυτές τις εκδοχές να είναι ιδιαίτερα κακή - η πιο αξιοπρεπής και "καλοπροαίρετη" είναι εκείνη του '86, πιστή στο σενάριο του Nedrick Young και με σκηνοθέτη τον David Lowell Rich (You Lie So Deep, My Love, Ένας Ωραίος Τρόπος για να Πεθάνεις) - και παρά τις εκάστοτε προσθήκες εκσυγχρονισμού (λεσβίες δεσμοφύλακες, ακροαριστερούς αντάρτες, μυστικούς αστυνομικούς, hackers, σαδομαζοχιστές μαφιόζους, ελικόπτερα, τελεφερίκ, υπολογιστές, ξύλο και πιστολίδι μέχρι τελικής πτώσεως), δεν καταφέρνουν να φτάσουν και ακόμα λιγότερο, να ξεπεράσουν την υποβλητικά λιτή, δωρική ατμόσφαιρα ούτε τον πυκνό συγκινησιακό φόρτο της πρωτότυπης ταινίας.
(Αθήνα, Απρίλιος 2011)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το εξώφυλλο του DVD είναι από την ιταλική έκδοση του φιλμ, που κυκλοφόρησε με τον τίτλο La Parete di Fango (Το Πήλινο Τείχος).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου