Εις τον αφρό της θάλασσας
Στην Αυστραλία των αρχών της δεκαετίας του '60, τέσσερις φίλοι - ο Sandy (John Jarrat), o Robbie (Phillip Avalon), ο Scollop (Mel Gibson) και ο Boo (Steve Bisley) - ετοιμάζονται για ένα τελευταίο περιπετειώδες Σαββατοκύριακο λίγο πριν ο Sandy νοικοκυρευτεί και εγκαταλείψει την ξένοιαστη ζωή της παρέας. Διασχίζοντας με το αμάξι τους τη γραφική ύπαιθρο, διασκεδάζουν, μεθούν, κάνουν surfing στα μεγαλόπρεπα κύματα των ακτών, συναντούν διάφορους τύπους και ενίοτε μπαίνουν σε μπελάδες, αλλά χωρίς σοβαρό αντίκτυπο. Ως τη στιγμή που ο κατά συρροήν γυναικάς Boo τα μπλέκει με ένα ανήλικο κορίτσι, την Caroline (Debbie Forman), εξαγριώνοντας τον αυστηρό πατέρα της (James Elliott) που δεν θα διστάσει να φτάσει στα άκρα προκειμένου να "ξεπλύνει την ντροπή"...
Πέρα απ' την παρουσία ενός νεότατου και... οξυζεναρισμένου Mel Gibson (Φονικό Όπλο, Maverick) - όπως και του στενού φίλου (και τότε συμφοιτητή και συγκατοίκου του) Steve Bisley, που σύντομα θα συμπρωταγωνιστούσε με τον Gibson στο θέατρο και στη σειρά ταινιών Mad Max και θα έκανε καριέρα στην τηλεόραση - στον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο, το Summer City δεν έχει τίποτα ριζοσπαστικό να κομίσει στην ιστορία του σινεμά: ούτε το θέμα του είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο, ούτε η διεκπεραίωση διακρίνεται από κάποια αξιοσημείωτη σκηνοθετική παρέμβαση.
Παρ' όλα αυτά, αδιαμφισβήτητα έχει την αξία του ως ένα συμπαθητικό cult φιλμάκι δρόμου με καλές έως σχετικά φιλόδοξες προθέσεις, που όμως πάσχει εμφανώς από τεχνική όσο και από καλλιτεχνική άποψη - κι απ' την άλλη, αυτές ακριβώς οι ελλείψεις του προσδίδουν μια ελκυστική φρεσκάδα πρωτόλειας "σπιτικής" ταινίας και ερασιτεχνικού ντοκιμαντέρ, με μια "τουριστική" διάθεση και αισθητική που προέκυψε μάλλον ακούσια στην πορεία. Είναι από κείνα τα έργα που σε κάνουν να αμφιταλαντεύεσαι διαρκώς ανάμεσα στο αν σου αρέσουν ή όχι (αν και όχι απαραίτητα για τους σωστούς λόγους) και η τελική/συνολική εντύπωση παραμένει το ίδιο ασαφής: ενώ δεν λείπουν οι σπίθες έμπνευσης που ανακινούν περιστασιακά το ενδιαφέρον, καθώς και μια δυο σκηνές ανθολογίας (η σιλουέτα του ζευγαριού που φιλιέται πίσω από μια οθόνη θερινού σινεμά και η ερωτική συνεύρεση του Boo με την Caroline μέσα σε μια υπέργεια δεξαμενή νερού), η διάρθρωση είναι τόσο συγκεχυμένη και ανοργάνωτη ώστε η προσοχή διασπάται κάθε τρεις και λίγο και χάνεται ο όποιος ειρμός. Εκτός από το σχεδόν ανύπαρκτο σενάριο του συμπαραγωγού και πρωταγωνιστή του φιλμ (πρώην πρωταθλητή του surfing και μετέπειτα επιτυχημένου μοντέλου και κινηματογραφικού παραγωγού) Phillip Avalon (Tunnel Vision, Κυνηγός Αγνοουμένων), η άνιση ποιότητα της φωτογραφίας (Jerry Marek), το ασυνάρτητο μοντάζ (David Stiven) και η προβληματική ηχοληψία δεν βοηθούν και πολύ τα πράγματα.
Ο τίτλος του έργου, Summer City (Πόλη του Καλοκαιριού) ήθελε προφανώς να υπαινιχθεί την ανεδαφική αντίληψη των τεσσάρων φίλων για τη ζωή και την πραγματικότητα: έχοντας άγνοια του κινδύνου, ξεκινούν αμέριμνοι το ταξίδι τους με την πεποίθηση ότι είναι ικανοί να κατακτήσουν τον κόσμο. Οι διαφορετικοί τους χαρακτήρες παρέχουν υλικό για αξιοποίηση, αλλά η πλήρως αποστασιοποιημένη οπτική μέσα από την οποία παρακολουθούμε την ιστορία, χωρίς ποτέ να γινόμαστε μέτοχοι των συναισθημάτων και της σκέψης των προσώπων, δεν μας επιτρέπει παρά φευγαλέες και αποσπασματικές ματιές στις πράξεις και τη συμπεριφορά τους, που αντί να συναρμολογούν ένα λογικό παζλ, αποδομούν ακόμα περισσότερο την ήδη χαλαρή, σκόρπια αφήγηση. Το concept αυτό καθαυτό (αν και υποπτεύομαι ότι πρόκειται για απλή "παρενέργεια" της βιασύνης και της επιπολαιότητας στο γύρισμα) θα ήταν ευπρόσδεκτο ως σκηνοθετική άποψη εάν είχε υπηρετηθεί με ευσυνειδησία και συνέπεια - δυστυχώς όμως μένει ανεκμετάλλευτο, όπως και τα περισσότερα πρόσφορα για ανάπτυξη συστατικά του εγχειρήματος. Ενδιαφέρον θα είχε επίσης η εξερεύνηση της παράδοξης σχέσης που εκτυλίσσεται στο παρασκήνιο ανάμεσα στον κυνικό "ποδόγυρο" και επιδειξία Boo και τον καλόβολο, λιγομίλητο Scollop: οι δυο τους είναι αχώριστοι, τρώνε (κυριολεκτικά) ο ένας απ' το χέρι του άλλου και φιλιούνται στο στόμα (ναι, σωστά διαβάσατε, ο Mel Gibson - ο οποίος φοβήθηκε φαίνεται μην του κολλήσει καμιά ρετσινιά, εξαιτίας και των μετέπειτα "ευαίσθητων" ρόλων του σε ταινίες όπως η Καλλίπολη 1915, Ο Άνθρωπος Χωρίς Πρόσωπο και Αυτό που Θέλουν οι Γυναίκες και άρχισε να το παίζει "πολλά βαρύς" - τα κάνει αυτά), η οποία θίγεται εντελώς επιδερμικά, στο περιθώριο της πλοκής, δίχως να υποστηρίζεται ούτε να αιτιολογείται από τα συμφραζόμενα.
Κατά τα άλλα, ο Gibson και ο Bisley "κλέβουν" το φακό με τις φυσιογνωμίες τους και τη μεταξύ τους χημεία - η φυσική φωτογένεια και η εκφραστική ομορφιά του ενός δένουν αβίαστα με το μπρίο και την εκδηλωτικότητα του άλλου, ενώ οι ερμηνείες τους, όπως σε μικρότερο βαθμό και των άλλων δυο πρωταγωνιστών (και ιδίως του John Jarrat, ο οποίος αξίζει ειδική μνεία για τη σχεδόν συγκινητική προσπάθειά του να μπαλώσει τα αμπάλωτα), έχουν ένα έντονο στοιχείο αυτοσχεδιασμού με το οποίο ένας πιο έμπειρος, ή έστω λιγάκι πιο εμπνευσμένος σκηνοθέτης θα έκανε θαύματα. Τα εν κινήσει πλάνα της ηλιόλουστης αυστραλιανής εξοχής μέσα απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου, συνοδευόμενα από την (κάπως παρωχημένη) μουσική του αγνώστων λοιπών στοιχείων Phil Butkis - χωρίς να παίρνω και όρκο, το επίθετο με υποψιάζει ότι πρόκειται για χιουμοριστικό ψευδώνυμο - και εναλλασσόμενα με τις κεφάτες στιγμές "εποποιΐας" της νεανικής παρέας, συνθέτουν ένα ευχάριστο σε γενικές γραμμές πρώτο μισό του φιλμ, δίνοντας απότομα τη θέση τους στην αναμέτρηση με το ζόφο του μίσους και της εκδικητικότητας που θα οδηγήσει στο σκοτεινό, αιματοβαμμένο φινάλε. Για άλλη μια φορά, η δραματική αντίθεση των δυο καταστάσεων θα μπορούσε να είχε αποδοθεί με δύναμη και στυλ, αλλά υπονομεύεται από το επίμονα απόμακρο και απαθές σκηνοθετικό βλέμμα του Chris Fraser.
Παρά τα πολλαπλά προβλήματά του, το Summer City δεν παύει να αποτελεί το εφαλτήριο μιας σημαντικής πορείας για αρκετούς από τους συντελεστές του και να έχει ακόμα και σήμερα τους θαμώνες του (γυρίστηκαν μάλιστα και δυο συνέχειες, πάντα σε παραγωγή Phillip Avalon: Breaking Loose από τον Rod Hay, το 1988 και Κυνηγώντας την Αλήθεια το 2003, από τον ίδιο τον Avalon). Ωστόσο, ύστερα από τρεις δεκαετίες και βάλε, ο - γνωστός για τη συχνά αντιεπαγγελματική αμετροέπειά του - Mel Gibson δεν διστάζει να αποκηρύξει την ταινία, στιγματίζοντάς την ως "έκτρωμα ευτέλειας και προχειρότητας" και παραπονούμενος (μάλλον αργοπορημένα) ότι ουδέποτε εισέπραξε το... αστρονομικό ποσό των 450 δολαρίων (!) που είχε συμφωνηθεί για τη συμμετοχή του. Η ειρωνεία είναι ότι σ' αυτά ακριβώς τα "ταπεινά" πρώτα βήματα χρωστά την ανακάλυψή του από τον περιώνυμο συμπατριώτη του Peter Weir, ο οποίος τον ανέδειξε σε αστέρι της μεγάλης οθόνης με αριστουργήματα όπως η προαναφερθείσα Καλλίπολη 1915 και τα Επικίνδυνα Χρόνια και του άνοιξε το δρόμο για το Χόλιγουντ, όπου διέπρεψε (και εξακολουθεί να διαπρέπει, με όλες τις νεοφανείς του εκκεντρικότητες). Αχάριστο πλάσμα ο άνθρωπος.
(Αθήνα, Μάιος 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου