Πλίνθοι & κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι
Σ' έναν ιδανικό κόσμο, το γεγονός και μόνο ότι μια κινηματογραφική ή τηλεοπτική παραγωγή αντλεί το θέμα της από κάποιο σημαντικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα έπρεπε ν' αποτελεί σχεδόν αυτονόητα εγγύηση - ή, τουλάχιστον, έναν απαράκαμπτο παράγοντα - ποιότητας. Ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης έχουν ήδη στα χέρια τους το θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο θα οικοδομήσουν το δικό τους δημιούργημα: έτοιμους χαρακτήρες, πλοκή, ως και "σκηνοθετικές οδηγίες" ενσωματωμένες στην αφήγηση. Όχι βέβαια πως ο ρόλος τους περιορίζεται στο να ακολουθήσουν τυφλά και άβουλα την πορεία που τους χάραξε ο συγγραφέας - το ζητούμενο (και η παγίδα) είναι να συμβιβάσουν το πνεύμα/γράμμα του κειμένου με το προσωπικό τους ύφος, να βρουν τη χρυσή τομή που τιμά και αναδεικνύει και τα δυο, χωρίς να θυσιάζει κανένα. Ευτυχώς, δεν λείπουν τα λαμπρά παραδείγματα παρόμοιας επιτυχημένης σύζευξης: τα αριστουργήματα του David Lean Μεγάλες Προσδοκίες, Oliver Twist, Doctor Zhivago και Το Πέρασμα στην Ινδία, η "αναρχική" Zazie στο Μετρό του Malle, ο Θάνατος στη Βενετία του Visconti, ο Barry Lyndon του Kubrick.
Στην ίδια ένδοξη συνομοταξία εντάσσεται, επίσης, η πλειονότητα των βασισμένων σε βιβλία ταινιών του James Ivory (Κουαρτέτο, Οι Βοστονέζοι, Δωμάτιο με Θέα, Maurice, Επιστροφή στο Howard's End, Τα Απομεινάρια μιας Μέρας), η πανέμορφη τηλεοπτική Επιστροφή στο Brideshead από τον Charles Sturridge (ο οποίος στη συνέχεια καταπιάστηκε - όχι άτυχα - και με κινηματογραφικές διασκευές όπως Εκεί που οι Άγγελοι Φοβούνται να Διαβούν και Σκόνη στον Άνεμο) και τον Michael Lindsay-Hogg, η δική μας Αστροφεγγιά του Διαγόρα Χρονόπουλου και του Τάκη Γιαννόπουλου, ως και ο κριτικά αμφιλεγόμενος Ταλαντούχος κ. Ripley του Minghella και ο Oliver Twist του Polanski - έργα που εύλογα θεωρούνται πλέον σημεία αναφοράς ισάξια με τα μυθιστορήματα στα οποία στηρίχτηκαν.
Ωστόσο, μια πρόσφατη φουρνιά ταινιών και σειρών εποχής εμπνευσμένων από κλασικά κείμενα (Το Αβαείο του Northanger, Δωμάτιο με Θέα, Επιστροφή στο Brideshead - και όχι συμπτωματικά, όλα με σεναριογράφο τον Andrew Davies, γνωστό... δήμιο αναθεωρητή λογοτεχνικών αριστουργημάτων, ο οποίος πάει δυστυχώς να δημιουργήσει "σχολή") μου δίνει την εντύπωση ότι απευθύνεται σε κρετίνους, ανίκανους να σκεφτούν από μόνοι τους παραπέρα απ' ό,τι τους δείχνει η οθόνη: οι σύγχρονοι διασκευαστές έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν το πρωτότυπο υλικό τους σαν κάτι εξωφρενικά περίπλοκο για τη μέση αντίληψη, το οποίο αισθάνονται υποχρεωμένοι να διαμελίσουν στα εξ ων συνετέθη και να εκχυδαΐσουν στο έπακρο ώστε να γίνει κατανοητό από τους θεατές. Ακολουθώντας την παράδοση του Davies, ο βραβευμένος με Edgar ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός William Ivory (The Sins, Γυναίκες Έτοιμες για Όλα) - μάλλον απλή συνωνυμία με τον James - "περιλαβαίνει" δυο ριζοσπαστικά για τον καιρό τους μυθιστορήματα του πρωτοπόρου Άγγλου συγγραφέα D. H. Lawrence, Το Ουράνιο Τόξο και Ερωτευμένες Γυναίκες και τους... αλλάζει τον αδόξαστο, ενώνοντάς τα σε μια μίνι σειρά δύο επεισοδίων σκηνοθετημένη από τη νεαρή Miranda Bowen (Honeymoon, Cast Offs). Το πρόβλημα δεν είναι η συρραφή των κειμένων - άλλωστε επρόκειτο για ενιαίο (και ογκωδέστατο) έργο, το οποίο ο Lawrence προτίμησε τελικά να εκδώσει σε δυο ξεχωριστά βιβλία - αλλά το ότι ο σεναριογράφος, προφασιζόμενος πίστη στο πνεύμα παρά στο γράμμα του συγγραφέα, ξεφεύγει εντελώς απ' το πρωτότυπο και γράφει κυριολεκτικά ό,τι του κατεβαίνει στο κεφάλι. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η πλούσια και περίτεχνη πρόζα του Lawrence αποστειρώνεται, αποστραγγίζεται και κατακρεουργείται αλύπητα για να χωρέσει στα επιβεβλημένα από την εποχή μας "light" καλούπια, ενώ η ευαίσθητη αμφισημία των νοημάτων του συνθλίβεται με προκρούστειο σαδισμό κάτω από γιγάντιες ταμπέλες πολιτικά ορθής υπεραπλούστευσης.
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, το να τα βγάλει κανείς πέρα με το "απλωμένο", φιλοσοφικά εμβριθές και αχαλίνωτα ποιητικό στυλ του Lawrence δεν είναι κι εύκολη δουλειά - πόσο μάλλον όταν έχει να αναμετρηθεί με ένα βαρύ προηγούμενο και αναπόφευκτο μέτρο σύγκρισης: την αισθητική και αισθησιακή πανδαισία του 1969 από τον Ken Russell σε σενάριο Larry Kramer (Reflections on Love, Χαμένος Ορίζων), με την ιδιοφυή φωτογραφία του Billy Williams (Καταραμένη Κυριακή, Η Γυναίκα και ο Διάβολος), το θεσπέσιο soundtrack του Georges Delerue (Χιροσίμα, Αγάπη Μου, Platoon) κι ένα ακαταμάχητο πρωταγωνιστικό κουαρτέτο σε ρεσιτάλ ερμηνευτικής δεξιοτεχνίας: Alan Bates (Butley, Nijinski), Oliver Reed (Tommy, Το Λιοντάρι της Ερήμου), Glenda Jackson (Οι Αιώνιοι Εραστές, Το Ουράνιο Τόξο), η οποία δίκαια κέρδισε το Oscar Α' γυναικείου ρόλου και Jennie Linden (Ο Εφιάλτης του 3ου Ορόφου, Jackanory) - αντισυμβατικά (με εξαίρεση την "αναγεννησιακή" Linden, που ενσαρκώνει τον πιο βατό και προσγειωμένο ρόλο) ωραίοι ηθοποιοί με πληθωρικές, πολύπλευρες προσωπικότητες που αποτυπώνονται ανεξίτηλα στην οθόνη. Διαβόητος για την κατά τα άλλα αιρετική του στάση απέναντι σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα (Οι Αιώνιοι Εραστές, Έκσταση, Lisztomania και Gothic - εικονοκλαστικά βιογραφικά αφιερώματα στους Tchaikovsky, Mahler, Liszt/Wagner και Byron/Shelley αντίστοιχα), εδώ ο Russell χειρίζεται το μυθιστόρημα του Lawrence με όλο τον πρέποντα σεβασμό, χωρίς ωστόσο να απαρνείται το δικό του χαρακτηριστικό ύφος και όραμα. Οι Ερωτευμένες Γυναίκες του αποτελούν υπόδειγμα ισορροπίας ανάμεσα στην πιστή (σχεδόν λέξη προς λέξη) κινηματογραφική απόδοση ενός λογοτεχνικού έργου και την άκρως ιδιότυπη ματιά του σκηνοθέτη. Όχι τυχαία, κοντά μισό αιώνα αργότερα το φιλμ εξακολουθεί να ταράζει τα νερά, ίσως και να σοκάρει με την τολμηρή εντιμότητα της οπτικής του. Εξίσου άρτιο αισθητικά, αλλά λιγάκι "κουρασμένο" σκηνοθετικά είναι το Ουράνιο Τόξο που ο Russell γύρισε αναδρομικά (το 1989, είκοσι χρόνια ακριβώς μετά τις Ερωτευμένες Γυναίκες, αν και τα γεγονότα του Ουράνιου Τόξου προηγούνται), χρησιμοποιώντας κυρίως το τελευταίο μέρος του βιβλίου.
Το Ουράνιο Τόξο και οι Ερωτευμένες Γυναίκες ιστορούν τις ερωτικές και άλλες περιπέτειες των αδελφών Brangwen - της ανεξάρτητης, μαχητικής γλύπτριας και ζωγράφου Gudrun και της γλυκιάς, γήινης δασκάλας Ursula - από τα νεανικά τους χρόνια ως την καίρια στιγμή που συναντούν τους άντρες της ζωής τους: τον ανερχόμενο βιομήχανο Gerald Crich και το σχολικό επιθεωρητή Rupert Birkin (οι οποίοι είναι και φίλοι μεταξύ τους). Με αφορμή τις σχέσεις ανάμεσα στα τέσσερα αυτά πρόσωπα, ο Lawrence εξερευνά και ανατέμνει με ανήκουστη για την εποχή του ειλικρίνεια την αδελφική αγάπη, τον έρωτα και τη φιλία, επαναπροσδιορίζοντας τα όριά τους και σκιαγραφώντας συγχρόνως το κοινωνικό πλαίσιο της Ευρώπης στις αρχές του 20ού αιώνα, με τη βαθμιαία άνοδο της μεσαίας τάξης και την άνθηση της γυναικείας χειραφέτησης. Στις χρηματοδοτούμενες από το BBC Ερωτευμένες Γυναίκες του 2011, η Bowen και ο Ivory διατηρούν μεν ως εστιακό σημείο τα δυο πρωταγωνιστικά ζευγάρια - Gudrun (Rosamund Pike) και Gerald (Joseph Mawle), Ursula (Rachael Stirling) και Rupert (Rory Kinnear) - και σποραδικές σκηνές από τα δυο μυθιστορήματα, αλλά από κει και κάτω επέρχεται το χάος. Πέρα απ' την αδελφική σχέση της Gudrun με την Ursula, που ευτυχώς εικονογραφείται με αρκετή ευαισθησία και πειστικότητα (οι δυο κοπέλες είναι ελκυστικές, ζεστά εκφραστικές παρουσίες και δένουν όμορφα μεταξύ τους), οι υπόλοιποι συνδυασμοί (Rupert/Ursula, Gerald/Gudrun και Gerald/Rupert) πάσχουν από τέτοια έλλειψη χημείας ώστε αναρωτιέμαι πόσο στραβοί ή μεθυσμένοι ήταν οι υπεύθυνοι του casting. Δεν ξέρω αν φταίει η σκηνοθεσία ή οι ίδιοι οι ηθοποιοί, αλλά στις περισσότερες ερωτικές ή έντονα συναισθηματικές σκηνές πλανάται ανάμεσά τους μια αμηχανία που από ένα σημείο κι έπειτα γίνεται ενοχλητικά αντιληπτή. Επίσης - πράγμα που δεν θα ήταν κακό εάν είχε έστω και ελάχιστη οργανική σημασία για την πλοκή - οι θηλυκοί χαρακτήρες υπερτερούν οφθαλμοφανώς (και πιθανώς εσκεμμένα) των αρσενικών, τόσο ερμηνευτικά όσο και εμφανισιακά: ειδικά ο Kinnear (συμπαθής ως Bill Tanner στο Quantum of Solace και Brian Epstein στο Lennon Naked), του οποίου το κύριο ατού είναι η απαλή, χαλαρωτική φωνή του - θα τον άκουγα πολύ ευχάριστα στο ραδιόφωνο ή σε audiobook - δείχνει εντελώς έξω απ' τα νερά του, απρόσωπος και σχεδόν γελοιογραφικά "συρρικνωμένος" πλάι στην ωραιότατη, αρχοντική Stirling (Τα Δυο Πρόσωπα του Έρωτα, Επικίνδυνες Τάσεις), ενώ ο Mawle (συγκλονιστικός στο Clapham Junction και το Game of Thrones), παρά το αρρενωπό παρουσιαστικό και τις αξιέπαινες προσπάθειές του, αποδίδει μάλλον συγκεχυμένα, δίχως αληθοφάνεια ή υποκριτική συνέπεια τον ανήσυχο και βασανισμένο Gerald Crich.
Ένα από τα μεγάλα θέματα των Ερωτευμένων Γυναικών (και ιδιαίτερα επικίνδυνη παγίδα για το σεναριογράφο που θα μπει στον πειρασμό να φορτώσει προβληματισμούς και προθέσεις σημερινής πολιτικής ορθότητας στον Lawrence) είναι η περίπλοκα ευαίσθητη σχέση μεταξύ του άθεου τεχνοκράτη Gerald και του ιδεαλιστή διανοούμενου Rupert: μια ιδιόμορφη, παθιασμένη φιλία που δεν περιορίζεται σε πνευματικό/συναισθηματικό επίπεδο, αλλά εμπεριέχει στοιχεία εξιδανικευμένου, πλην όμως έκδηλου σαρκικού πόθου. Επικαλούμενος ως πειστήριο - ή δικαιολογία - τον πρόλογο που ο Lawrence είχε γράψει για τις Ερωτευμένες Γυναίκες αλλά για δικούς του (μάλλον ευνόητους για τα χρόνια εκείνα) λόγους αποφάσισε να μη συμπεριλάβει στην τελική έκδοση του βιβλίου, στον οποίο περιγράφεται εκτενώς, χωρίς ωστόσο να κατονομάζεται, η αμφισεξουαλικότητα των ηρώων του (λανθάνουσα αρχικά για τον Gerald και πλήρως συνειδητή για τον Rupert, που εκπροσωπεί σε γενικές γραμμές τον ίδιο το συγγραφέα), ο Ivory παρακάμπτει το σκόπελο καταφεύγοντας στη γνωστή και μη εξαιρετέα κομπογιαννίτικη λύση: παρουσιάζει τον Rupert ως καταπιεσμένο και ακόμα χειρότερα, θρησκευόμενο ομοφυλόφιλο (βάζοντάς τον μάλιστα να ρίχνεται σε νεαρούς στρατιώτες μέσα σε τουαλέτες τρένων, με αποτέλεσμα να φάει το ξύλο της χρονιάς του - να και η κοινωνική καταγγελία - κι ύστερα να ζητά συγχώρεση από το Θεό) και κρυφά ερωτευμένο με τον Gerald, ο οποίος τυχαίνει να είναι αμετανόητα ετεροφυλόφιλος, χωρίς καμιά διάθεση να ρίξει νερό στο κρασί του - τι μου θυμίζει, μα τι μου θυμίζει... Φυσικά, ο Ivory αντιπαρέρχεται επιμελώς το ότι η έλξη ανάμεσα στους δυο φίλους είναι αμοιβαία, εξίσου σφοδρή και από τις δυο πλευρές (θεωρώντας προφανώς το θεατή ανήμπορο να συλλάβει πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο χωρίς να έχει καθοριστεί πέρα από κάθε αμφιβολία ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός) και πως αν στο τέλος ο Gerald αποκρούει εύσχημα τον Rupert, δεν είναι από έλλειψη ανταπόκρισης στα συναισθήματά του (κάθε άλλο μάλιστα - στην πραγματικότητα αυτός προκαλεί και πιλατεύει αδιάκοπα τον Rupert), αλλά επειδή δεν βρίσκει το θάρρος να δεσμευτεί μαζί του με τον απόλυτο και οριστικό τρόπο που εκείνος θα ήθελε. Στην εκδοχή του Russell, ο Bates και ο Reed δίνουν ρέστα συνοδεύοντας τους διαλόγους τους με εκφράσεις, βλέμματα, κινήσεις και αποχρώσεις της φωνής που φέρνουν διαρκώς σε πρώτο πλάνο το μόλις και μετά βίας συγκαλυμμένο φλερτ και παιχνίδι δύναμης μεταξύ τους. Η λεκτική τους ερωτοτροπία κορυφώνεται και σφραγίζεται με την αλησμόνητη γυμνή πάλη στην κλειδαμπαρωμένη βιβλιοθήκη, όπου το μυστηριακό μισοσκόταδο με τις αεικίνητες φωτοσκιάσεις από τις φλόγες του τζακιού εκτοξεύει στα ύψη τον ηθελημένο, σχεδόν αβάσταχτα ζωντανό ερωτισμό της αναμέτρησης: ο πυκνός λυρισμός του κειμένου αναπληρώνεται από την ωμή εικαστική ποίηση της σκηνής και τα επικά όσο και ηδυπαθή βιολοντσέλα και κοντραμπάσα που την οδηγούν στην απροκάλυπτα οργασμική κατάληξή της.
Στην κατά Bowen και Ivory διασκευή, η πάλη διεξάγεται σε μια αφρικανική παραλία, απογυμνωμένη (στην κυριολεξία) από κάθε ίχνος ερωτικής φόρτισης. Στην ουσία δεν έχει καν λόγο ύπαρξης - εκτός και αν ο σεναριογράφος εκτιμά πως το να αρχίσουν δυο σοβαροί ενήλικες να παίζουν ξύλο στα καλά καθούμενα αμέσως μετά το ωραίο τους κολύμπι, εξαιτίας μιας σχετικά πολιτισμένης φιλοσοφικής διαφωνίας περί έρωτος δεκαπέντε σκηνές νωρίτερα (η οποία έχει ήδη παραπέσει στα αζήτητα, καθώς έχουν παρεμβληθεί άπειρα άλλα, αξιομνημόνευτα και μη γεγονότα), είναι πέρα για πέρα λογικό. Επιπλέον, για όποιον έχει υπόψη του τη θεματολογία του Lawrence, η χρήση της θάλασσας ως σκηνικού συστατικού σε μια βίαιη αντιπαράθεση που (πάντοτε σύμφωνα με τον Ivory) ανοίγει χάσμα ανάμεσα στους δυο φίλους, αντιβαίνει κάθετα στο παλίντροπο συμβολικό σύμπαν του συγγραφέα, όπου το υδάτινο στοιχείο κάθε άλλο παρά χωρίζει τους ανθρώπους, περιβάλλοντάς τους μ' ένα διάφανο προστατευτικό κουκούλι που απελευθερώνει την κρυμμένη τους ευαισθησία και τρυφερότητα. Στο Ουράνιο Τόξο το τρεχούμενο νερό σηματοδοτεί (και σημαδεύει) τη μυητική ομοερωτική σχέση της Ursula με τη δασκάλα της Winifred Inger (την οποία ο Ivory για κάποιον μεταφυσικό λόγο αποσιωπά), ενώ στις Ερωτευμένες Γυναίκες η μικρότερη αδελφή του Gerald, Diana και ο νεαρός γιατρός που επιχειρεί να τη σώσει από πνιγμό σμίγουν για πάντα στον υγρό τους τάφο, σφιχταγκαλιασμένοι σαν εραστές. Ας μην ξεχνάμε και το πρώτο μυθιστόρημα του Lawrence, Το Άσπρο Παγόνι (στο οποίο κάνουν την παρθενική τους εμφάνιση όλα τα θέματα που έμελλε να τον απασχολήσουν επανειλημμένα στη συνέχεια), όπου οι έφηβοι ήρωές του Cyril και George μοιράζονται μια πολύ γλυκιά προσωπική στιγμή μετά το μπάνιο τους στη λίμνη. Για να μπερδέψει μάλιστα ακόμα περισσότερο τα πράγματα, ο Ivory σκαρφίζεται ένα γλέντι σε παραδοσιακή νοτιοαφρικανική ταβέρνα, που ο Θεός να την κάνει (με υπόκρουση ένα εκτός τόπου και χρόνου, αλλοπρόσαλλο πάντρεμα χασιδικού ηχοχρώματος και... καουμπόικου ρυθμού - που δεν θα ξαφνιαζόμουν αν επρόκειτο για πρωθύστερη καμουφλαρισμένη αναφορά στο Μυστικό του Brokeback Mountain, για όλα έχω ικανούς τους "δράστες" του απερίγραπτου αυτού ανοσιουργήματος - από μια "ζωντανή" ορχήστρα-φάντασμα), όπου ο Gerald διαλέγει για "ντάμα" του τον Rupert, τον οποίο και αιφνιδιάζει μ' ένα φιλί στο στόμα μπροστά σ' όλο τον κόσμο, αφήνοντας ενεή την Ursula. Άλλη μια άχρηστη και αδικαιολόγητη "σφήνα", αφού αν υποθέσουμε πως ο Gerald έχει βαλθεί να πικάρει την Gudrun εκμεταλλευόμενος κυνικά και άκαρδα την έλξη του Rupert γι' αυτόν, η έκβαση της σκηνής είναι μάλλον ακατανόητη: η Gudrun δεν θα μπορούσε να μείνει πιο αδιάφορη και η αποσβολωμένη αντίδραση της Ursula φαίνεται (και είναι) δυσανάλογη με την περίσταση, δεδομένου ότι τη συγκεκριμένη στιγμή τουλάχιστον, ο καημένος ο Rupert δεν έκανε τίποτα για να την αξίζει - ή μήπως ο Gerald τον έφερε επίτηδες σε δύσκολη θέση, θέλοντας να πάρει το αίμα του πίσω για κείνη τη φιλοσοφική διαμάχη που λέγαμε; Άβυσσος η ψυχή του William Ivory. Κι αυτό είναι ένα μονάχα απ' τα αμέτρητα παραδείγματα κατάχρησης της "ποιητικής άδειας" από τον εν λόγω κύριο - οι σεναριακές του απιστίες εις βάρος του πρωτοτύπου και του Lawrence απαρτίζουν ολόκληρο μυθιστόρημα από μόνες τους.
Εκείνο που πραγματικά με εξέπληξε ήταν η λίγο πολύ σύσσωμη ενθουσιώδης υποδοχή που επεφύλαξαν σ' έναν τέτοιο κατάφωρο βανδαλισμό οι Βρετανοί τηλεκριτικοί - άραγε πιστεύουν ειλικρινά ότι ο Ivory "απέδωσε με ακρίβεια και σεβασμό το πνεύμα του Lawrence", πραγματοποιώντας "απαραίτητες και ευπρόσδεκτες αλλαγές" στο κείμενο; Αρχίζω να υποπτεύομαι ότι είδα άλλο έργο, γιατί εγώ τουλάχιστον δεν κατάφερα να διακρίνω το παραμικρό που να φέρνει έστω και αμυδρά στο νου το πνεύμα του Lawrence - και από πότε το να ασελγείς ασύστολα (και να καμαρώνεις κιόλας γι' αυτό) πάνω στο όραμα και το δημιουργικό μόχθο κάποιου που δεν ζει πια για να σε κυνηγήσει με βρεμένη σανίδα είναι "απαραίτητη και ευπρόσδεκτη αλλαγή"; Ίσως τους θάμπωσαν οι αλλεπάλληλες ερωτικές σκηνές με την παρέλαση καλλίγραμμων γυμνών γυναικείων και αντρικών κορμιών λουσμένων σ' ένα ομιχλώδες ημίφως που θυμίζει "αισθησιακή" ταινία του '70, ή το επίμονα κοκκώδες φίλτρο της φωτογραφίας (George Steel) στις εξωτερικές λήψεις, που σε κάνει να νομίζεις πως τα γυαλιά σου θέλουν συνέχεια σκούπισμα. Αν υπάρχει κάτι που σώζει ελαφρώς την κατάσταση, είναι η φωτογενής ομορφιά και οι συμπαθητικές ερμηνείες της Pike (Πέθανε μια Άλλη Μέρα, The Libertine) και της Stirling, καθώς και η μάλλον ακαδημαϊκή σκηνοθεσία της "φρέσκιας" και αδοκίμαστης Bowen, που συνετά αποφεύγει να πάρει αχρείαστα ρίσκα. Ειδική μνεία αξίζουν οι εξαιρετικοί Ben Daniels (The State Within, Luna) και Saskia Reeves (Τέταρτη Διάσταση, Εγώ και ο Orson Welles) που υποδύονται τους γονείς των κοριτσιών και η Olivia Grant (Αστερόσκονη, Fishtales) στο ρόλο της παρανοϊκής πρώην του Rupert. Κατά τα άλλα, μια ακόμα οικτρή απογοήτευση για τους φίλους της κλασικής λογοτεχνίας που θα χαίρονταν να δουν ένα αγαπημένο ανάγνωσμα μεταφερμένο αξιοπρεπώς στην οθόνη - λες και οι δημιουργοί της μίνι σειράς έβαλαν στοίχημα να γυρίσουν όλο το βιβλίο ανάποδα για να πάνε όσο το δυνατόν περισσότερο κόντρα στον Lawrence (ΚΑΙ τον Russell), μετατρέποντας τους εσωτερικούς χώρους σε εξωτερικούς, τις γερμανικές Άλπεις σε αφρικανικά αδαμαντωρυχεία, το χιόνι σε άμμο, τα χρώματα της ανοιξιάτικης εξοχής σ' ένα ομοιόμορφο μουντό σέπια, τους ξανθούς ήρωες σε μελαχρινούς και τους μουσάτους σε ξυρισμένους (και το αντίστροφο), τις δυναμικές, σίγουρες για τον εαυτό τους και τις επιθυμίες τους γυναίκες σε μυγιάγγιχτες, σχεδόν νευρωτικές υπάρξεις και τους ωραίους, ευαίσθητους άντρες σε καρικατούρες, αφαιρώντας το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας και παραγεμίζοντάς την με ασυνάρτητα επεισόδια αποκλειστικά δικής τους επινόησης και κατασκευής: δυστυχώς, το μοναδικό κοινό σημείο του όλου εγχειρήματος με τις Ερωτευμένες Γυναίκες του Lawrence είναι ο τίτλος.
(Αθήνα, Ιούλιος 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου