Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Κτήνος (2017)

Στην από κει πλευρά του καθρέφτη

Beast

Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Michael Pearce (Madrugada, Rite), το Κτήνος αντλεί τη βασική έμπνευση και τη θεματολογία του από πραγματικά γεγονότα, και συγκεκριμένα τη δράση του βιαστή και δολοφόνου Edward Paisnel, επονομαζόμενου "The Beast of Jersey" (Κτήνος του Τζέρσεϊ) μεταξύ τέλους της δεκαετίας του '50 και αρχών του '70. Αρχικά, για τα εγκλήματα του Paisnel είχε κατηγορηθεί ο νορμανδικής καταγωγής αγρότης και ψαράς Alphonse Le Gastelois, του οποίου η ζωή καταστράφηκε εξαιτίας του κοινωνικού στιγματισμού του (ήταν ήσυχος, μοναχικός άνθρωπος που αγαπούσε τις βραδινές πεζοπορίες, πράγμα το οποίο τον ενοχοποίησε άδικα - βρέθηκε σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή), παρά την οριστική του αθώωση το 1975.

Το κατά Pearce κινηματογραφικό Κτήνος αφηγείται την ιστορία της Moll Huntingdon (Jessie Buckley), μιας καταπιεσμένης κοπέλας με σκοτεινό παρελθόν, η οποία φυτοζωεί σε μια νησιωτική κωμόπολη, δουλεύοντας ως ξεναγός και ασφυκτιώντας μέσα στο οικογενειακό καθεστώς που "διοικεί" με σιδερένια πυγμή η δεσποτική μητέρα της (Geraldine James - την οποία με την πρώτη ματιά περνάς για τη Vanessa Redgrave), ενώ ο αστυνομικός Clifford (Trystan Gravelle), που ενδιαφέρεται γι' αυτήν, της εκδηλώνει μάλλον άγαρμπα τις ρομαντικές του προθέσεις.

Τη βραδιά της γιορτής των γενεθλίων της, απογοητευμένη απ' την έμμεση αδιαφορία και απόρριψη των δικών της, η Moll το σκάει και πηγαίνει στην τοπική παμπ για χορό. Εκεί γνωρίζεται μ' έναν τύπο (Charley Palmer Rothwell) ο οποίος της "κολλάει" φορτικά και καταλήγει να της επιτεθεί. Την τελευταία στιγμή, η Moll σώζεται χάρη στην παρέμβαση ενός κυνηγού, του Pascal Renouf (Johnny Flynn), με τον οποίο στη συνέχεια συνάπτει ερωτικό δεσμό και παρά την αποδοκιμασία και τις επίμονες αντιρρήσεις της οικογένειάς της, αποφασίζει να ζήσει μαζί του. Στο μεταξύ, στην περιοχή σημειώνονται φόνοι νεαρών κοριτσιών, για τους οποίους ο Pascal θεωρείται "ανεπίσημα" ύποπτος, εξαιτίας ενός παλιού του παραπτώματος. Η σχέση της Moll με τον Pascal αναπόφευκτα εμπλέκει και την ίδια στην υπόθεση, βυθίζοντάς την στην απόγνωση και την παραφροσύνη και οδηγώντας σε εκτός ελέγχου καταστάσεις...

Αυτή, σε γενικές γραμμές, είναι η "επιφανειακή" πλοκή του φιλμ, με διακριτικές πλην αναγνωρίσιμες νύξεις προς το πηγαίο υλικό. Συμπληρώνω εδώ ότι ο Edward Paisnel είχε όντως σύζυγο, την Joan, η οποία όμως δεν γνώριζε την εγκληματική του δράση ούτε ήταν συνεργός του, και μάλιστα εξέδωσε αυτοβιογραφική μαρτυρία με τον τίτλο The Beast of Jersey, λίγο πολύ παρομοιάζοντας τον εαυτό της με την αδαή και ανύποπτη "Πεντάμορφη" του φημισμένου παραμυθιού, ενώ ο άντρας της (το "Τέρας") ήταν στη φυλακή. Κατά δική του ομολογία, ο Pearce θέλησε επίσης να παραπέμψει σε αρχέτυπα λαϊκά και έντεχνα παραμύθια - η Πεντάμορφη & το Τέρας που προαναφέραμε, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα και η Χιονάτη είναι απ' τα πρώτα που έρχονται στο νου. Δεν δεσμεύεται, εντούτοις, ούτε απ' την "παραδοσιακή" τους συμβολική και αλληγορική παλέτα, ούτε από την "ιστορική" διάσταση του μυθοπλαστικού του αντικειμένου, παρά αυτοσχεδιάζει ασύστολα με τους ρόλους των προσώπων και τις συνδηλώσεις τους, ανακατεύοντας και ξαναμοιράζοντάς τους σαν χαρτιά της τράπουλας, με αποτέλεσμα η σημασία του καθενός τους να αλλάζει ανάλογα με τη θέση όπου θα καταλήξει στο μοίρασμα. Είναι σαν να παρακολουθείς ένα παιχνίδι "παπά" σε δεξιοτεχνικά ταχυδακτυλουργικό fast forward, έτσι ώστε όσο άτεγκτα και να συγκεντρωθείς στις μετακινήσεις των χαρτιών, είναι ζήτημα χρόνου να χάσεις το λογαριασμό.

Το παρόν άρθρο ξεφεύγει απ' τη λογική μιας "συμβατικής" (έστω και για τα δικά μου μέτρα) παρουσίασης, καθώς πρόκειται να εστιάσει σε μια (αλλά... λέαινα) πτυχή της ταινίας που απ' ό,τι τουλάχιστον διάβασα, κανείς άλλος δεν παρατήρησε - ή αν τυχόν επισήμανε κάποια επιμέρους στοιχεία, δεν μπόρεσε ή δεν σκέφτηκε/θέλησε να τα συνδυάσει και να φτάσει ως το τέρμα του συλλογισμού. Κατόπιν επανειλημμένων θεάσεων του Κτήνους, εδραιώθηκε μια ισχυρότατη υποψία μου, η οποία γεννήθηκε γύρω στα μισά της πλοκής - συγκεκριμένα, στη σκηνή όπου ο Pascal για πρώτη φορά συνοδεύει τη Moll σε μια οικογενειακή δεξίωση, ακατάλληλα ντυμένος για την περίσταση. Απ' τη στιγμή που μου μπήκε η ιδέα, ήταν αδύνατον να την ξεκολλήσω απ' το κεφάλι μου. Κι όπως φαίνεται, το "ραντάρ" μου δεν έπεσε έξω.

Επειδή λοιπόν ακολουθούν βαρβάτες "χαλάστρες" (spoilers), όποιος θα προτιμούσε να δει ανεπηρέαστος το έργο και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, καλό θα είναι να ΜΗΝ προχωρήσει κάτω απ' την προειδοποιητική γραμμή. Διαφορετικά - και με δική του ευθύνη - ας συνεχίσει την ανάγνωση.

Spoiler Zone

Η Moll και ο Pascal είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Μια πρώτη σκέψη θα ήταν πως ο Pascal είναι πλάσμα της φαντασίας της Moll, ένας "ιππότης" κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της, που ιδανικά θα την έσωζε απ' την άχαρη, βαλτωμένη ζωή της. Στη συγκεκριμένη ταινία, ωστόσο, τα πάντα εσκεμμένα μπερδεύονται και αλληλοϋπονομεύονται, αναιρώντας διαρκώς τις εντυπώσεις μας: στην πραγματικότητα, η Moll είναι εκείνη που δεν υπάρχει. Αποτελεί ενσάρκωση του "κτήνους" του τίτλου - της "κτηνώδους" δεύτερης προσωπικότητας του Pascal.

Beast

Ο Pearce χρησιμοποιεί τα ίδια τεχνάσματα και τεχνικές που δίνουν το φιλοσοφικό/παραβολικό στίγμα και υπόβαθρο στο Μπλε Βελούδο, τη Χαμένη Λεωφόρο και την Οδό Mulholland του Lynch, την Παράσταση των Donald Cammell & Nicolas Roeg, καθώς και σε μια διαφορετικού ύφους ταινία, τον Mr. Brooks του Bruce A. Evans. Ή ακόμα και στο Διαμέρισμα Μηδέν του Martin Donovan, εμβληματικό σχόλιο για τη δυαδικότητα και τον ψυχολογικό διχασμό. Η κυριολεκτική ενσάρκωση του "άλλου εαυτού" είναι κοινό δομικό στοιχείο σε όλες τις παραπάνω ταινίες, πότε οφθαλμοφανώς και πότε πιο κρυπτικά/συμβολικά (όπως στο Μπλε Βελούδο, την Παράσταση και το Διαμέρισμα Μηδέν).

Το έργο ξεκινά με θάλασσα και αναφορά στις φάλαινες. Η φάλαινα είναι βιβλικό σύμβολο του διαβόλου, ο "θυρωρός" της Κόλασης. Είναι το κήτος που κατάπιε τον Ιωνά και όταν τον ξέβρασε, εκείνος είχε μεταμεληθεί/μεταστραφεί. Άρα απ' την αρχή η ταινία μάς δίνει στοιχεία για κάποια μεταμόρφωση, για κάτι που έχει μεταβληθεί μέσα από μια επώδυνη διαδικασία και δεν έχει πια την αρχική του μορφή, ούτε είναι έτσι ακριβώς όπως μας παρουσιάζεται. Τα γεγονότα, εξάλλου, τα βλέπουμε όλα μέσα απ' την οπτική της Moll, άρα η αφήγηση δεν είναι αντικειμενική. Ποτέ δεν ξέρουμε αν μας λέει όλη την αλήθεια, μέρος της ή και καθόλου.

Η θάλασσα με τη βοή της είναι σχεδόν πανταχού παρούσα. Το νερό είναι σύνορο, μυητικό πέρασμα. Επίσης η βοή συμβολίζει ίσως την ψυχική και πνευματική αναταραχή που μονίμως στοιχειώνει την ηρωίδα. Κάθε τόσο, ο ρυθμός της δράσης αλλοιώνεται, γίνεται πιο αργός, οι ήχοι και τα πρόσωπα παραμορφώνονται, όπως όταν βυθίζουμε το κεφάλι μας στο νερό. Μέσα απ' τα μάτια της Moll τα βλέπουμε όλα κάπως "κουνημένα", θολά στις άκρες, αβέβαια στις ισορροπίες τους.

Όταν συστήνεται στη μητέρα της Moll, ο Pascal ισχυρίζεται ότι προέρχεται από οικογένεια Νορμανδών αριστοκρατών. Και η Moll, όπως ξέρουμε, είναι "από τζάκι" - μόνο που κανένας απ' τους δυο δεν δείχνει την καταγωγή του με την εμφάνιση ή το φέρσιμό του. Η Moll, μάλιστα, χειρότερα απ' τον Pascal, παρ' όλο που μένει μαζί με τους γονείς της και επιτηρείται αυστηρά από τη μητέρα της.

Ο χαρακτήρας και το γαλλικό όνομα του Pascal Renouf αντιστοιχούν στον Alphonse Le Gastelois, ενώ το επίθετο Renouf περιέχει την αρχαία νορμανδική εκδοχή της λέξης "wolf", δηλαδή "λύκος". Το επώνυμο της Moll, πάλι, είναι Huntigdon - παρά ένα γράμμα, "hunting dog", κυνηγόσκυλο. Το παραμύθι αυτό δεν έχει Κοκκινοσκουφίτσα, μονάχα κυνηγό και λύκο, οι οποίοι δεν έχουν καν αποφασίσει ποιος θα είναι ποιος. Το μόνο "κόκκινο" είναι τα μαλλιά της Moll, αν και το κοντό κατσαρό καρέ της δεν είναι πολύ θηλυκή κόμμωση - ελάχιστα παραλλάζει απ' του Pascal. Κι έτσι όπως είναι πάντα απεριποίητο, της δίνει μια άγρια, σαν τρομαγμένη και μαζί φοβίσιμη όψη, πλησιάζοντάς την περισσότερο στο λύκο.

Ο Edward Paisnel εμφανιζόταν στα θύματά του, συνήθως γυναίκες και παιδιά, μεταμφιεσμένος με μάσκα της οποίας τα χαρακτηριστικά ήταν αποκρουστικά αλλοιωμένα, περούκα, φαρδιά ρούχα και κοντές μαύρες μπότες. Το κούρεμα της Moll, το ανέκφραστο, δυσαρμονικό της πρόσωπο που μοιάζει σκιαχτερά με μάσκα, τα φαρδιά, μπατάλικα ρούχα και οι κοντές μαύρες μπότες τις οποίες φοράει σχεδόν πάντα, ανεξάρτητα απ' το αν ταιριάζουν ή όχι με το υπόλοιπο ντύσιμό της, παραπέμπουν άμεσα στην εικόνα-σήμα κατατεθέν του Paisnel όταν μεταμφιεζόταν για να κάνει τους φόνους. Δηλαδή στην ουσία η Moll δεν είναι άνθρωπος, αλλά "κοστούμι" μεταμφίεσης.

Το όνομα Moll είναι χαϊδευτικό του Molly, που είναι υποκοριστικό του Mary. "Moll" στην παλιά αμερικάνικη αργκό λεγόταν επίσης (υποτιμητικά) η φιλενάδα ενός κακοποιού, ενώ στα Αγγλικά σήμαινε την ιερόδουλο. Η λέξη ομοιοκαταληκτεί ειρωνικά με το "doll" (κούκλα), του οποίου την έννοια έχει επίσης το "moll" (δηλώνει την όμορφη αλλά ελαφρόμυαλη γυναίκα). Άλλη μια ειρωνική/ανατρεπτική αναφορά είναι το όνομα της Παναγίας (Mary). Ακουστικά, το "Moll" θυμίζει κάπως τη γαλλική λέξη "mal" (κακό) - και αναλόγως, το "Pascal" θα μπορούσε να είναι παραφθορά του "pas mal" (όχι κακό, άρα καλό). Σε μια σκηνή, η μητέρα της Moll τής λέει ότι προσπαθεί να της ξεριζώσει "το κακό" από μέσα της, δηλαδή να βγάλει τη Moll ("mal") μέσα απ' τον Pascal.

Άλλη μια άμεση παραπομπή του ονόματός της είναι το μυθιστόρημα Moll Flanders (1722), το οποίο ιστορεί τον περιπετειώδη βίο ενός πραγματικού, υποτίθεται, προσώπου - μιας λησταρχίνας που γεννήθηκε στη φυλακή από μητέρα θανατοποινίτισσα και πέρασε τη ζωή της προσελκύοντας, "μαδώντας" και ενίοτε ξεκάνοντας πλούσιους συζύγους, ενώ παράλληλα επιδιδόταν σε κλοπές και διαρρήξεις. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ το γεγονός ότι το όνομα Moll Flanders είναι πλαστό, η ιδιοκτήτριά του απατεώνισσα και επιπλέον, το μυθιστόρημα είχε πρωτοκυκλοφορήσει ανυπόγραφο: αν και αργότερα αποδόθηκε στον Daniel Defoe, η αληθινή του "πατρότητα" παραμένει ανεξακρίβωτη. Επίσης, στις Μεγάλες Προσδοκίες (1860) του Dickens εμφανίζεται σε μικρό πλην κομβικό ρόλο μια πρώην κατάδικος, η Molly, που κρατά μυστικό το εγκληματικό της παρελθόν και την οποία ο συγγραφέας πιθανότατα εμπνεύστηκε από τη Moll Flanders. Μια ακόμα ένδειξη ότι η Moll δεν είναι παρά ένα "περιτύλιγμα" - μια ψυχολογική "μεταμφίεση" που αποπροσανατολίζει και εξαπατά.

Στη χορωδία που διευθύνει η μητέρα της, η Moll ακούγεται να έχει φωνή μέτζο ή κοντράλτο (κρατάει το "ίσο"). Είναι βέβαια μαζί με τις κοπέλες και όχι με τους άντρες της χορωδίας, αλλά αυτός ίσως είναι ένας τρόπος να την έχει η μητέρα της υπό έλεγχο. Ουσιαστικά η μητέρα έχει "ευνουχίσει" τον Pascal, μετατρέποντάς τον συμβολικά σε κορίτσι. Οι castrati της Αναγέννησης ονομάζονταν και "αρσενικές κοντράλτο", όπως σήμερα οι κόντρα τενόροι.

Η Moll είναι μονίμως ντυμένη πρόχειρα και σε στυλ παλιότερης εποχής, ανακατεύοντας αντρικά και γυναικεία ρούχα, αλλά όχι με κομψό ή προσεγμένο τρόπο. Σαν να μην ξέρει πώς να ντυθεί. Η ιδέα της για το πώς ντύνονται οι γυναίκες λες και προέρχεται μόνο από διαβάσματα/εικόνες παλιών βιβλίων και όχι από δικό της γούστο. Πράγμα που δεν δικαιολογείται σε πρακτικό επίπεδο, διότι η οικογένειά της είναι ευκατάστατη και η μητέρα της, αν και αυστηρή σε άλλα θέματα, δεν δείχνει να ανακατεύεται στο ντύσιμό της (δηλαδή δεν της απαγόρευε να ντύνεται πιο θηλυκά). Όπως δεν θα ανακατευόταν αν είχε γιο αντί για κόρη.

Στο σπίτι της οικογένειας, ο πατέρας (Tim Woodward) έχει άνοια. Το δυναμικό στοιχείο είναι η μητέρα. Υπάρχει ένας αδελφός (Oliver Maltman), αλλά αφενός δεν μένει πάντα μαζί τους και αφετέρου κάνει σαν κακομαθημένο παιδί. Οι αντρικές παρουσίες είναι αδύναμες, εξουδετερωμένες ή κακότροπες με παιδαριώδη τρόπο, δηλαδή αδύνατον να τις πάρεις στα σοβαρά. Τον τελευταίο λόγο έχει πάντα η μητέρα, μορφή "ήρεμα" δυναστική, φύλακας της τάξης και της ασφάλειας.

Εκτός από τον αδελφό που είναι μελαχρινός (και ίσως επίτηδες για τη λογική του έργου, μοιάζει φατσικά με τον αστυνομικό) και τον πατέρα που είναι φαλακρός, η υπόλοιπη οικογένεια έχει ξανθά μαλλιά, όπως και ο Pascal. Κανείς δεν είναι χτυπητά κοκκινομάλλης ώστε να κληρονόμησε η Moll αυτό το χρώμα.

Η Molly έχει αδελφή (Shannon Tarbet) και αδελφό, η αδελφή της περιμένει δίδυμα, ο αδελφός της είναι σχεδόν σωσίας του αστυνομικού, η ανακρίτρια (Olwen Fouere) θυμίζει κάπως τη μητέρα της: παντού υπάρχει η δυαδικότητα. Επίσης, στο τέλος η Moll αποτελειώνει τον Pascal όπως αποτέλειωσε και το λαγό σε μια απ' τις πρώτες σκηνές της ταινίας.

Οι λαγοί: αναφορά στο Λευκό Κουνέλι από την Αλίκη του Carroll (οι καθρέφτες επίσης, όπως και όλη η συμβολική εικονοπλασία του φιλμ). Ενδιαφέρον trivium - η μικρότερη αδελφή του πραγματικού κοριτσιού που ενέπνευσε την Αλίκη στον Carroll λεγόταν Mary.

Η τρίχα στο λαιμό: στην αρχή του έργου η Moll τη βγάζει, ενώ στο τέλος μετανιώνει και την αφήνει εκεί που είναι. Η τρίχα την ενώνει με την αρχική της αρσενική μορφή, τον Pascal. Με το να μην τη βγάλει, προσπαθεί να ταυτιστεί μαζί του, να αποταχθεί την ευνουχιστική επίδραση της μητέρας της. Αυτό όμως δεν γίνεται, διότι δεν το επιτρέπει ο διχασμός της προσωπικότητας - ή το ένα θα είναι, ή το άλλο. Οι δυο όψεις της είναι το Yin και το Yang (τα μαύρα/άσπρα ρούχα - νυφικό και γαμπριάτικο κοστούμι, "σάβανο" και πένθιμη φορεσιά - στην καταληκτική μοιραία αναμέτρηση) που δεν μπορούν να συνυπάρξουν αλλά το ένα πρέπει οπωσδήποτε να επικρατήσει, εξουδετερώνοντας το άλλο. Οπτική αναφορά στην τελική πάλη του Διαμερίσματος Μηδέν, όπου οι δυο αντίπαλοι φορούν ο ένας άσπρα και ο άλλος μαύρα.

Ο Pascal χάρισε στη Moll το βιβλίο του για τα ζώα αντί να της πάρει κάτι άλλο, καινούργιο, για δώρο: ένα ακόμα στοιχείο για το ότι τα δυο αυτά πρόσωπα ταυτίζονται. Ο Clifford επιχείρησε να τη φέρει στον ίσιο δρόμο (ή με τα νερά του) χαρίζοντάς της την αστυνομική καρφίτσα του, ο Pascal να συντηρήσει την παιδικότητα και την ενστικτώδη πρωτογένειά της με το βιβλίο που ο ίδιος είχε αγαπήσει σαν παιδί. Να συμφιλιωθεί με το alter ego του αντλώντας από τις κοινές, όχι επώδυνες εμπειρίες των παιδικών τους χρόνων.

Στην παμπ και μετά στην παραλία δεν ήταν η Moll με τον νεαρό που της "κολλούσε" άσχημα, αλλά ο Pascal. Γι' αυτό και όντως δεν έλεγε ψέματα στην κατάθεσή της, ότι ήταν συνεχώς με τον Pascal - αφού είναι το ίδιο πρόσωπο μ' αυτόν. Επίσης, στα γενέθλιά της, ο Clifford τής χαρίζει μια αντρική καρφίτσα της αστυνομίας, που δεν πάει καθόλου με το φόρεμά της (κι αυτό πολύ πρόχειρο για την περίσταση). Ο Clifford - πρόσωπο εξουσίας, πολλαπλό υποκατάστατο επιθυμητού και απεχθούς ταυτόχρονα πατέρα/αδελφού/"εγκεκριμένου" εραστή - ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα για τον Pascal και αν το καλοσκεφτούμε, τον καλύπτει συνεχώς "μαγειρεύοντας" τα στοιχεία, πιθανότατα με την προσδοκία ανταλλαγμάτων "σε είδος". Το μοχθηρό του χαμόγελο όταν η Moll του λέει ότι υποψιάζεται τον Pascal για τα εγκλήματα, δείχνει αυτάρεσκη ικανοποίηση γιατί, ουσιαστικά, ο Pascal ομολογεί (πιθανότατα κάτι που δεν έκανε) και ο αστυνομικός θα έχει πάτημα για να τον εκβιάζει στο μέλλον.

Οι κοπέλες που δολοφονούνται έχουν την ηλικία της Moll όταν επιτέθηκε για πρώτη φορά στη συμμαθήτριά της (Emily Taaffe). Η συναισθηματική της ηλικία είναι καθηλωμένη στην εποχή εκείνη, στη στιγμή που "πρωτοεμφανίστηκε" η Moll με σάρκα και οστά, δηλαδή κατέλαβε ολοκληρωτικά τον Pascal. Ίσως ο δολοφόνος των κοριτσιών είναι ο Clifford, ο οποίος έχει γνώση των εφηβικών "κατορθωμάτων" της Moll και εκμεταλλεύεται την ψυχική νόσο και τις τύψεις του Pascal ώστε να καλύπτεται ο ίδιος.

Στο σπίτι του Pascal όπου υποτίθεται ότι μετακομίζει η Moll, πουθενά δεν υπάρχουν εμφανώς γυναικεία ρούχα. Εκείνη κυκλοφορεί με δικά του πουκάμισα και πουλόβερ πάνω απ' το αιώνιο πρόχειρο φόρεμά της, που μοιάζει με παλιομοδίτικο κομπινεζόν. Το φουστάνι που φορούσε όταν γνώρισε τον Pascal το τυλίγει σε ρολό και το κρύβει σ' ένα συρτάρι κάτω απ' τα δικά του πουκάμισα, υπονοώντας ίσως ότι όπως αυτό, έτσι κι εκείνη κρύβεται σε κάποιο σημείο της προσωπικότητάς του, κάτω απ' τις επιφάσεις. Επίσης όταν πηγαίνει να βρει το πρώτο της θύμα στο μαγαζί για να ζητήσει συγνώμη, η κάμερα δεν μας δείχνει τι είδους ρούχα κοιτάζει, γυναικεία ή αντρικά. Το ότι τα επίθετα στα Αγγλικά δεν έχουν γένη βοηθά στην αμφισημία, διότι όταν της απευθύνεται η άλλη κοπέλα, θα μπορούσε να μιλάει σε άντρα αντί για γυναίκα. Ο Pascal έχει ήδη ένα μπλε σακάκι/μπουφάν που και η Moll απαντά ότι επίσης έχει, όταν η κοπέλα της λέει πως το μπλε ταιριάζει στους/στις κοκκινομάλλες/ηδες ("redheads" και για τα δύο γένη στα Αγγλικά). Ο Pascal βέβαια είναι ξανθός, αλλά το μαλλί του έχει μια απόχρωση προς το κόκκινο και το κούρεμά του μοιάζει με της Moll. Επιπλέον, όπως είπαμε τα βλέπουμε όλα μέσω της Moll, άρα ξέρουμε μόνο ό,τι μας δείχνει και το εισπράττουμε όπως εκείνη θέλει να μας το δείξει.

Η κοπέλα στο μαγαζί είναι σημαδεμένη στο πρόσωπο. Πριν καταλάβει ποιο είναι το άτομο που της μιλάει, έχει ένα ύφος σαν να το φλερτάρει και κοιτάζει πιο ψηλά από εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το πρόσωπο της Moll, σαν να απευθύνεται σε άντρα. Αντίθετα απ' τη Moll, που δεν είναι ωραία ούτε ελκυστική ως γυναίκα, ο Pascal είναι πολύ όμορφος. Το ότι έχει σημαδέψει την κοπέλα στο πρόσωπο μπορεί να σημαίνει ότι από τότε προσπαθούσε να "εξορκίσει" το γυναικείο alter ego του, τη Moll που άρχιζε να τον καταλαμβάνει όλο και πιο έντονα. Η Moll επιμένει ότι "υπερασπιζόταν τον εαυτό της" κάθε φορά που βιαιοπραγεί - στην πραγματικότητα, ο Pascal πάσχιζε να υπερασπιστεί/προστατέψει τον εαυτό του από τη Moll, βλέποντας το δικό της πρόσωπο στα άλλα κορίτσια. Δεν είναι τυχαίο που στο τέλος κάθε εφιάλτη ότι της επιτίθεται κάποιος, η Moll αντικρίζει τον εαυτό της στο πρόσωπο του επιτιθέμενου.

Όταν συλλαμβάνουν τη Moll ως ύποπτη για συνέργεια στους φόνους, ο Pascal μια εμφανίζεται στο παρασκήνιο και μια εξαφανίζεται, χωρίς να συμμετέχει στη δράση. Στο αστυνομικό τμήμα, δεν μας δίνονται σαφείς πληροφορίες για το τι έκανε η αστυνομία μ' αυτόν στο μεταξύ. Πριν και μετά τη σύλληψή της, η Moll συχνά βρίσκεται να οδηγεί μόνη της το τζιπ του Pascal, το οποίο είναι "κοριτσίστικα" διακοσμημένο με λουλούδια/πεταλούδες και έχει μπλε χρώμα - αυτό που ταιριάζει στα κόκκινα μαλλιά.

Το μπλε χρώμα είναι επίσης ενδεικτικό των περασμάτων στην παραφροσύνη: όποτε "γυρίζει το μάτι" της Moll, το πλάνο παίρνει ανησυχητικές αποχρώσεις του μπλε. Στο αστυνομικό τμήμα επίσης, όταν πέφτει στιγμιαία το ρεύμα, το σκοτάδι έχει μια γαλαζωπή απόχρωση που αντανακλάται στο πρόσωπο της Moll. Αυτό μπορεί να έχει και μια διαφορετική ερμηνεία. Τα μάτια του Pascal είναι γαλάζια, ενώ της Moll καστανά. Το μπλε χρώμα που "κυνηγάει" τη Moll μας δίνει μια ένδειξη ότι στην πραγματικότητα, παρακολουθούμε τα γεγονότα όχι με τα δικά της μάτια, αλλά με του Pascal. Η Moll κατοικεί και κινείται μέσα στο μυαλό του, τα μάτια του είναι τα "παράθυρα" μέσα απ' τα οποία και η ίδια βλέπει τον κόσμο. Ακόμα κι όποτε "ενεργοποιείται", διατηρεί αναγκαστικά το αρχικό της εξωτερικό περίβλημα (τον Pascal).

Στην πρώτη της ερωτική συνάντηση με τον Pascal στο δάσος, το πλάνο κλείνει με τη Moll, φορώντας αντρικό πουκάμισο, να σκύβει καθισμένη πάνω από κάποιον ή κάτι που εμείς δεν τον/το βλέπουμε. Είναι ακριβώς η ίδια εικόνα που θα δούμε πιο καθαρά στο τέλος, όταν στραγγαλίζει τον Pascal καθισμένη πάνω του, ενώ και ο Pascal είχε λίγο νωρίτερα επιχειρήσει να τη στραγγαλίσει με παρόμοιο τρόπο. Επίσης σε μια άλλη σκηνή βλέπει εφιάλτη ότι στραγγαλίζει την κοπέλα του μαγαζιού, μικρή σε ηλικία και στη θέση της ίδιας (αρχικά) της Moll. Η στάση της είναι η χαρακτηριστική της προσωποποιημένης μόρας (υπνικής παράλυσης), του Βραχνά που ακινητοποιεί το σώμα και κόβει την αναπνοή.

Αμέσως μετά το "μοιραίον" στο δάσος, βλέπουμε τη Moll στον καναπέ του σαλονιού στο πατρικό της, γεμάτη χώματα στα χέρια και το πρόσωπο, σαν να έθαψε κάποιον και έφαγε κυριολεκτικά χώμα - αυτό μας το δείχνει εντελώς ξεκάθαρα σε άλλη σκηνή παρακάτω, ύστερα από ένα ακόμα έγκλημα που γίνεται στο μεταξύ: μπαίνει στο λάκκο όπου βρέθηκε θαμμένο το θύμα (κατά σατανική σύμπτωση, στην περιοχή όπου της άρεσε να βολτάρει παρέα με τον Pascal) και αρχίζει (ανατριχιαστικά) να θάβει τον εαυτό της, γεμίζοντας το στόμα της με χώματα. Ο θύτης ταυτίζεται με το θύμα, που είναι στην ουσία ο εαυτός του. Όταν πρωτοσυναντά τον Pascal, και τα δικά του χέρια είναι μαυρισμένα από χώματα/αίματα.

Οι ερωτικές σκηνές της Moll και του Pascal, όχι τυχαία στο δάσος και στη θάλασσα (στη δεύτερη περίπτωση, θυμίζοντας πολύ χαρακτηριστικά το Σημάδι της Αμαρτίας), είναι σκληρές σαν σκηνές πάλης, κάθε άλλο παρά αισθησιακές. Συμπτωματικά ή όχι, συμβαίνουν ταυτόχρονα ή σε παραπλήσιο χρόνο, καθώς και τόπο, με τους φόνους. Η Moll φέρεται με τρόπο ζωώδη (όπως και όταν ουρλιάζει σαν αγρίμι έξω απ' την εκκλησία, κάνοντας τους νταήδες να το βάλουν πανικόβλητοι στα πόδια) στις περισσότερες περιστάσεις. Δέχεται ή απορρίπτει τους επίδοξους εραστές ανάλογα με το αν της αρέσει ή όχι η μυρωδιά τους. Όταν κάνει εμετό στο λεωφορείο, είναι σαν να προσπαθεί να βγει κάτι από μέσα της, το "κακό πνεύμα" που την έχει καταλάβει. Κι αυτό γίνεται με τρόπο βίαιο, απωθητικό.

Στη γιορτή για τα δίδυμα της αδελφής της, η Moll φέρνει τον Pascal ντυμένο με μαύρο τζιν, το οποίο αντιβαίνει στον κώδικα ντυσίματος της βραδιάς. Ωστόσο, αν και του κάνουν επανειλημμένα παρατήρηση γι' αυτό, κανείς δεν τον διώχνει απ' το τραπέζι. Αντίθετα, η Moll διώχνεται κακήν κακώς απ' τη μητέρα της όταν κάνει μια πρόποση "συγχωρώντας" με πικρία την οικογένειά της: το ξένο σώμα δεν είναι ο Pascal, αλλά η Moll, το εσωτερικό του "παράσιτο". Αργότερα, στην κηδεία μιας απ' τις δολοφονημένες κοπελίτσες, η Moll πηγαίνει να συλλυπηθεί τη μητέρα του θύματος, αγκαλιάζοντάς την. Η αντίδραση της γυναίκας είναι υπερβολική, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι είχε άχτι στη Moll λόγω της σχέσης της με τον "ύποπτο" Pascal - της φέρεται σαν να είναι εκείνη ο δολοφόνος, άρα ο Pascal αυτοπροσώπως.

Όταν η Moll πηγαίνει για χορό στην παμπ με τον Pascal (και πάλι κατά διαβολική σύμπτωση, η παμπ λέγεται "Wipeout", δηλαδή "ολική εξάλειψη", ενώ σημαίνει επίσης "συντριπτική ήττα"), ξαφνικά όλοι γύρω αρχίζουν να τους κοιτούν περίεργα. Καθώς ένα νεαρό ζευγάρι που χορεύει δεν θα ήταν πια και κανένα "εξωγήινο" θέαμα, το πιθανότερο είναι να ήταν ο Pascal μόνος του και να φερόταν σαν να χόρευε με κάποια που δεν υπήρχε.

Γίνεται συχνά - όχι όμως με σαφήνεια - λόγος για ψυχική ασθένεια της Moll, την οποία έχει (φαινομενικά) θέσει υπό έλεγχο (η αυστηρότητα της μητέρας της δεν είναι άσχετη με το ζήτημα). Στο τέλος, η ίδια βγάζει αυτήν ακριβώς τη διάγνωση για τον Pascal: ότι ήταν ψυχικά άρρωστος αλλά κατόρθωσε να το ελέγξει, τελικά όμως ξανακύλησε. Ποτέ δεν είδαμε τον Pascal να μιλά για την ψυχική του υγεία στη Moll. Εκείνη, επομένως, πού το ήξερε;

"We are the same" ("είμαστε ίδιοι/το ίδιο/ο ίδιος") λίγο πριν τέλος: Εδώ το σενάριο δεν μπορούσε να είναι πιο εύγλωττο. Μας τρίβει κυριολεκτικά στα μούτρα την ανατροπή. Η Moll και ο Pascal προσποιούνται με μισή καρδιά ότι συμφιλιώθηκαν (η Moll τον αναγκάζει να την αγκαλιάσει ενώ περπατούν) αλλά μόνο ο ένας θα επικρατήσει. Ποιος, δεν θα έχει και τόση σημασία, αφού είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.

Ίσως ούτε η Moll, ούτε ο Pascal είναι υπεύθυνοι για τους φόνους (δεν βρέθηκαν στοιχεία που να ενοχοποιούν κανέναν απ' τους δυο, δηλαδή τον Pascal - εκτός και αν, όπως είπαμε παραπάνω, τα εξαφάνισε για δικούς του λόγους ο αστυνομικός). Αλλά ένα άτομο με διαταραγμένο ψυχισμό και ιστορικό επιθετικότητας δεν θα ήταν δύσκολο να επηρεαστεί από μια σειρά ειδεχθών εγκλημάτων που προβάλλονται κιόλας επίμονα από τα μέσα, και να αρχίσει να αναρωτιέται - πιθανώς άδικα - για τυχόν ενοχή του. Οι φόνοι έγιναν αιτία να εκδηλωθεί σε όλη του την έκταση ο διχασμός προσωπικότητας του Pascal, καταλήγοντας σε προσωπική/υπαρξιακή τραγωδία.

Μια τελευταία πραγματολογική λεπτομέρεια, ένα "μετα-στοιχείο" που πιθανώς ήταν ηθελημένο: και οι δυο πρωταγωνιστές (Jessie Buckley και Johnny Flynn) είναι επίσης μουσικοί και τραγουδιστές, άρα ταυτίζονται μεταξύ τους σ' ένα ακόμα επίπεδο, εκτός ταινίας. Η Moll τραγουδάει σε χορωδία, ο Pascal όχι (απ' όσο ξέρουμε). Στο αστυνομικό τμήμα, η ανακρίτρια μιλάει για "choir" φέρνοντας στο νου τα "choirboys" (παπαδάκια, που συνήθως είναι αγόρια - η λέξη έχει και την έννοια του "καλού παιδιού", με χροιά κάπως ειρωνική). Όπως προφέρει τη λέξη "choir", ακούγεται σαν "queer" (παράξενος, αλλά και ομοφυλόφιλος).

Α, και προσέξτε τις αφίσες - δεν παραθέτω χωρίς λόγο την εναλλακτική. Το μόνο που διαφέρει είναι η ανθρώπινη φιγούρα στο προσκήνιο και το πρόσωπο στο φόντο, ενώ τα ρούχα του Pascal και της Moll έχουν παρόμοιες αποχρώσεις.

Spoiler Zone

Το Κτήνος είναι απ' τα έργα εκείνα που σε στοιχειώνουν. Απύθμενο σε επίπεδα αλληγορίας, σοφά αρχιτεκτονημένο πάνω σ' έναν περίτεχνo "ιδεολογικό" καμβά, ανοίγει άπειρα υπαινικτικά πορτάκια στους λαβυρίνθους των κρυφών του διαστάσεων. Ο σκηνοθέτης δεν διστάζει να "βανδαλίσει" τους μηχανισμούς πλοκής που επέλεξε και έθεσε σε λειτουργία, προκειμένου να επανεφεύρει τον "δεύτερο βαθμό" της προσωπικής του γραφής. Μας δείχνει τα πάντα χωρίς να αποκαλύπτει τίποτα, αφήνοντάς μας να επεξεργαστούμε και να ερμηνεύσουμε τα δεδομένα ανάλογα με τα "κλειδιά" που ο καθένας μας διέκρινε μέσα στο συναρπαστικά παραπλανητικό όσο και εύγλωττο χάος. Το στοιχείο του τρόμου και του σασπένς δεν στηρίζεται σε κλίμα αγωνίας που δημιουργείται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά πηγάζει από μέσα απ' τα πρόσωπα αυτά καθαυτά, απ' την ίδια τους την υπαρξιακή περιπλοκότητα και αμφισημία. Η ανατροπή δεν χρειάζεται να μας "χτυπήσει" μαζεμένα και κατακούτελα στο τέλος, ώστε να επισφραγίσει τη σεναριακή ευφυΐα και ευρηματικότητα: είναι μπροστά μας - σχεδόν απροκάλυπτα - σε κάθε σκηνή, γνέφοντάς μας δελεαστικά να ακολουθήσουμε το Λευκό Κουνέλι στις δαιδαλώδεις του υπόγειες διαδρομές.

Πραγματικά δεν έχει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει, τι να πρωτοπαινέψει στο αλησμόνητα ζοφερό αυτό κομψοτέχνημα: τη στιβαρή, ιδιοφυώς απέριττη σκηνοθεσία του Pearce, η οποία μαστορικά αναδεικνύει και αναδεικνύεται μέσα απ' το άψογα ζυγισμένο σύνολο καθώς και τα ξεχωριστά ειδοποιά του συστατικά; Τις συνταρακτικές πρωταγωνιστικές ερμηνείες δυο πλασμάτων με εκρηκτική χημεία, που τόσο εμφανισιακά, όσο και ιδιοσυγκρασιακά, λες κι έχουν βγει απ' την κόλαση και τον παράδεισο ταυτόχρονα; Την αφειδή, σκιαχτερά σαγηνευτική χρήση του chiaroscuro στη φωτογραφία του Benjamin Kracun (Without Gorky, The Comedian), που μετατρέπει το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον με τα χρώματα, τις υφές, τους όγκους και τα σχήματά του σε οντότητα συμμέτοχη στα δρώμενα, αόριστα απειλητική, διαρκώς μεταβαλλόμενη σαν τον Πρωτέα; Την υποβλητική, κατάστικτη από ανησυχητικά αιθέριες διαφωνίες μουσική του Jim Williams (Hotel Babylon, Material Girl); Το Κτήνος δεν είναι "εύκολο" thriller για παρεΐστικο χαβαλέ, αλλά τροφή για βαθύ προβληματισμό και - παρά τις ερεβώδεις του πτυχές και προεκτάσεις - γνήσια αισθητική και αισθητηριακή απόλαυση. Σαν πίνακας του Ensor ή του Goya που ζωντάνεψε και ήρθε να διεκδικήσει την παντοτινή του θέση ανάμεσα στους εξαίσιους εφιάλτες μας.

(Αθήνα, Ιούλιος 2022)

LIVE @ ΧΑΜΕΝΗ ΛΕΩΦΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :